epimenides

Comments

admin_Nickos's picture

Click για περισσότερα

 

Σὲ πολλοὺς φιλοσοφικοὺς καὶ μεταφυσικοὺς κύκλους γίνεται λόγος γιὰ τοὺς avatar τῶν Ἰνδιῶν, οὐδέποτε ὅμως ἀναφέρθηκε ἐὰν ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, ποὺ τόσα ἔχει νὰ ἐπιδείξει στὸ χῶρο τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς μεταφυσικῆς, εἶχε avatars. Πρὶν ὅμως ἀπαν-τήσουμε στὸ προκείμενο ἐρώτημα ἂς σκιαγραφήσουμε συνοπτικὰ τί ὑποδηλώνει ὁ ὅρος αὐτός.
Avatar εἶναι σανσκριτικὴ λέξη μὲ δύο ρίζες, ἀπὸ τὸ ava «κάτω» καὶ tri «δίοδος» μὲ τὴ σημασία τοῦ «κατέρχομαι». Στὶς Ἰνδικὲς γραφὲς ἡ ἔννοια τοῦ avatar ἀναφέρεται στὴν ἐξ ὕψους κατάβαση τοῦ θείου καὶ στὴν ἐμφάνισή του μὲ σαρκικὴ μορφή. Ὁ Pramhansa Yogananda ἀναφέρει ὅτι «ὁ Βαβαζί, γνωστὸς avatar, ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη. Τὸ μυωπικὸ βλέμμα τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διεισδύσει καὶ νὰ φθάσει στὴν οὐράνια περιοχὴ ὅπου καταυγάζει ἡ λάμψη του. Εἶναι ἀπολύτως μάταιο νὰ προσπαθήσει κανεὶς νὰ δώσει ἔστω καὶ ἀμυδρὰ εἰκόνα τοῦ τί κατορθώνει ἕνας avatar. Εἶναι ἀσύλληπτο».

Ἕνας avatar εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴ σύγχυση ποὺ προκαλεῖ ὁ δυαδισμὸς καὶ ἀπὸ τὸν ἀναγκαστικὸ κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων. Ἐκεῖνος, συνεπῶς, ποὺ ἔφθασε στὴν ἀνώτατη αὐτὴ βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ἀνόδου, σπανίως ἐπανέρχεται μὲ σωματικὴ μορφὴ ἀλλὰ θὰ εἶναι ἕνας avatar, δηλαδὴ ἕνα μεσάζον ὄν μὲ θεϊκὴ ἀποστολή, μιὰ ἐξ οὐρανοῦ εὐλογία ἐπὶ τῆς γῆς, μιὰ ἐξαίρεση μέσα στὴν οἰκονομία τοῦ σύμπαντος. Ἂν ρίξει κανεὶς ἕνα τυχαῖο βλέμμα πρὸς τὸν avatar, δὲν θὰ διακρίνει, ἐκ πρώτης ὄψεως, τίποτα τὸ ἰδιαίτερο ἢ ἐξαιρετικό. Ἂν προσέξει ὅμως, θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸ σῶμα ἐκεῖνο δὲν ρίχνει σκιὰ καὶ δὲν ἀφήνει ἴχνη ἀπὸ τὸ περπάτημα ἐπάνω στὸ ἔδαφος. Αὐτὰ εἶναι ἐξωτερικὲς ἐνδείξεις ὅτι στὸν ἐσωτερικό του κόσμο δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ σκοτεινὸ οὔτε καμμιὰ ὑλικὴ δέσμευση. Μόνο ἕνας τέτοιος θεάνθρωπος μπορεῖ νὰ διαπεράσει τὸν πέπλο ποὺ καλύπτει τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, καὶ νὰ φθάσει στὴν ἀλήθεια ποὺ ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὰ φαινόμενα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

 Ὁ «ἐπιμενίδειος ὕπνος», ἦταν ἕνα φαινόμενο ποὺ καταδεικνύει ὅτι ὁ Ἐπιμενίδης, παρουσίαζε πολλὲς ἀπὸ τὶς ἰδιότητες αὐτές. Γιὸς τοῦ Φαίστου κατὰ τὸν Θεόπομπο, κατ’ ἄλλους τοῦ Δοσιάδου ἢ τοῦ Ἀγεσάρκου καὶ τῆς Νύμφης Βάλτης ἢ Βλάστης, ὁ Ἐπιμενίδης, ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ ἑβδόμου μὲ ἀρχὲς τοῦ ἕκτου αἰώνα π.Χ. Κατάγονταν, κατὰ τὸν Διογένη Λαέρτιο, ἀπὸ τὴν Κνωσσὸ τῆς Κρήτης, κατὰ δὲ τὸν Πλούταρχο ἀπὸ τὴ Φαιστό. Ἦταν περιώνυμος σοφὸς κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, θρησκευτικὸς διδάσκαλος, προφήτης, νομοθέτης και μάντης. 
Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, τοῦ προσδίδουν μιὰ ἀπόκοσμη ὄψη καὶ τὸν τοποθετοῦν στὸ χῶρο τοῦ θρύλου. Πράγματι, τὰ ὅσα διασῴζονται γι’ αὐτόν, μᾶς δίνουν τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἄγγιζε τὰ ὅρια τῆς θεότητας. Καίτοι Κρητικός, τὰ μακριὰ μαλλιά του τοῦ ἔδιναν ἐντελῶς ἄλλη ἐντύπωση. Ὁ Ἐπιμενίδης ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ Μελάμποδος καὶ Ὀνομακρίτου τὴν τριάδα τῶν ἱδρυτῶν τῆς θρησκείας τῶν ὀρφικῶν, καὶ σ’ αὐτὸν κυρίως ἀποδίδεται ἡ καθιέρωση τῶν τελετῶν στὰ μυστήρια τῆς Ἐλευσίνας καὶ τῆς Σαμοθράκης, συναριθμεῖται δὲ μετὰ τῶν ἑπτὰ σοφῶν, ἀπὸ ὅσους ἐξαιροῦν τὸν Περίανδρο.

Πολλὰ θρυλοῦνται γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπιμενίδη. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του στὸ χωράφι νὰ ψάξει γιὰ ἕνα πρόβατο, περιπλανώμενος δὲ εἰσῆλθε σὲ ἕνα σπήλαιο, ὅπου ἀποκοιμήθηκε γιὰ 57 χρόνια. Ὅταν ξύπνησε ἄρχισε πάλι νὰ ἀναζητᾶ τὸ πρόβατο, γατὶ νόμιζε ὅτι εἶχε κοιμηθεῖ γιὰ λίγο. Καθὼς δὲν τὸ ἔβρισκε, καὶ ἔβλεπε τὰ πάντα ἀλλαγμένα γύρω του καὶ τὸ χωράφι νὰ τὸ ἔχει ἄλλος, γύρισε στὴν πόλη ἀπορημένος. Ἔφθασε στὸ σπίτι του καὶ τὸν ρωτοῦσαν ποιός εἶναι. Τέλος, βρῆκε τὸν νεότερο ἀδελφό του, γέροντα ἤδη, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔμαθε ὅλη τὴν ἀλήθεια. Τὸ πρᾶγμα μαθεύτηκε ἀπὸ ὅλους τοὺς  Ἕλληνες, ποὺ τὸν θεώρησαν ὡς πολὺ ἀγαπητὸ ἀπὸ τοὺς θεούς. Σύμφωνα μὲ τὸν Μάξιμο τὸν Τύριο, τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώρα στὸ ἄντρο τοῦ Δικταίου Διός. Κατὰ τὸν πολυετῆ ὕπνο του συνάντησε θεούς, ἀνάμεσά τους τὴ θεὰ Ἀλήθεια καὶ τὴ θεὰ Δίκη. Αὐτὴ δὲ φαίνεται νὰ εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τῆς σοφίας του. 
Ὁ Ἐπιμενίδης περιέρχονταν στὴν ἐκστατικὴ κατάσταση ποὺ περιέπιπτε ὁ Σωκράτης, ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ὀρφέας, ὁ Ἰωάννης, ὅπως καὶ οἱ avatars τῶν Ἰνδιῶν, καὶ ἐν γένει ὅλοι οἱ μεγάλοι μύστες. Ἡ περιπλάνηση τῆς ψυχῆς του ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα συντελοῦνταν κατὰ βούληση.
Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὴν ἔκσταση ὁ μύστης ἑνώνεται πλήρως μὲ τοὺς οὐράνιους δεσμούς, αἰσθάνεται ἄμεσα τὴν ἐπαφή του μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ ἀληθῶς διαισθάνεται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἐντός. Ἑπομένως, μὲ τὴν ἐκστατικὴ κατάσταση στὴν ὁποία περιέπεσε ὁ Ἐπιμενίδης ἐνσυνείδητα, ἀποκολλώμενος ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ παρασυρόμενος ἀπὸ τὸν πρωταρχικὸ ἦχο πρὸς τὶς ἀνώτερες περιοχές, πέτυχε τὴν ὁλοκληρωτική του ἀπελευθέρωση καὶ τὴν ταύτισή του μὲ τὴν πρώτη οὐσία. 
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἀκόμη, τρεῖς εἶναι οἱ μορφὲς ἐκφράσεως τῆς ἐκστάσεως αὐτῆς: Ἡ θεοφανεία, δηλαδὴ ἡ ἐνορατικὴ ἐμφάνιση ἑνὸς θείου ὄντος στὸ μύστη, ἡ θεοπαθεία, ἤτοι ἡ ἀφομοίωση πρὸς τὴ θεία φύση καὶ ἡ θεοπνευστία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἔμπνευση τῆς θείας βουλήσεως καὶ προτροπῆς. 

Ὁ Πλωτίνος, πιστεύει ὅτι ἡ ἕνωση μὲ τὴν ἔκσταση ἐπιτυγχάνεται α) μὲ τὴν ἐνόραση, β) μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ γ) μὲ τὸν ἔρωτα. Ἡ ἐνόραση δίνει στὸ μύστη ἕνα νέο ὄργανο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ διὰ μέσου τοῦ ὁποίου γνωρίζει τὴν ἀλήθεια. Τὸ ὄργανο αὐτὸ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ δόξα καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Ἑνὸς καὶ ἀφθάρτου. Κάμνει τὸν μύστη νὰ ἑνώνεται πλήρως μὲ τοὺς οὐράνιους δεσμούς, νὰ αἰσθάνεται ἄμεσα τὴν ἐπαφή του μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ ἀληθῶς νὰ διαισθάνεται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἐντός. 
Παράλληλα, ἡ κατάσταση αὐτὴ ἐπιτρέπει στὸ μύστη νὰ ἔχει ἐνοράσεις καὶ νὰ προβαίνει σὲ προφητικὲς ἀποκαλύψεις, κάτι ποὺ ἦταν σύνηθες στὸν Ἐπιμενίδη, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν ἐκστατικῶν μυστῶν ποὺ περιπίπτουν σὲ πλήρως ἀναισθητικὴ κατάσταση ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα. Ὁ «ἐπιμενίδειος ὕπνος», βέβαια, ἐνδεχομένως νὰ εἶναι παράλληλα καὶ μυητικός, δεδομένου ὅτι προσομοιάζει μὲ τὸν «ὕπνο» τῆς μακροχρόνιας μυητικῆς προετοιμασίας τοῦ Ἐπιμενίδη, πρὶν αὐτὸς ἐμφανισθεῖ δημοσίως καὶ ἀναγνωρισθεῖ ὡς «θεοφιλέστατος», δηλαδὴ μύστης. 
Τὸ περιστατικὸ τοῦ χαμένου προβάτου, φαίνεται νὰ ἔχει ἕναν διαχρονικό, ἀλλὰ καὶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Μᾶς παραπέμπει σὲ πολλὲς ἀναφορὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε: «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Αὐτὸ καταδεικνύει τὴν ἱστορικὴ ὁμοιότητα τῆς ἐλεύσεως τῶν θείων διδασκάλων, ὁμοιότητα ἡ ὁποία ἐπισφραγίζεται μὲ τὴ δήλωση τοῦ Χριστοῦ: «Τί ὑμῖν δοκεῖ; ἐὰν γένηταί τινι ἀνθρώπῳ ἑκατὸν πρόβατα καὶ πλανηθῇ ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐχὶ ἀφεὶς τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὄρη, πορευθεὶς ζητεῖ τὸ πλανώμενον;». Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Ἐπιμενίδης ἕξη καὶ πλέον αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή του, τότε ὁ ἀποστείλας αὐτόν, πατέρας του, γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ προβάτου, συμβολίζει τὸν Πατέρα Δημιουργό, ὁ ὁποῖος συνάγει τοὺς πεπλανημένους ἀποστέλλοντας πρὸς τοῦτο φωτεινὲς μορφές.

Ὅλοι οἱ διδάσκαλοι, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων τους, διανύουν μιὰ μακρὰ περίοδο ἀπομονώσεως καὶ προετοιμασίας, κάτι ποὺ συνέβη καὶ στὸν Ἐπιμενίδη. Ὁ «ἐπιμενίδειος ὕπνος» ἔχει καὶ ἄλλη συμβολικὴ ἑρμηνεία, ἡ κατανόηση τῆς ὁποίας καθίσταται εὐληπτότερη, ὅταν παραλληλισθεῖ μὲ τὴν ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνος. 
Ὁ μύθος τοῦ σπηλαίου εἶναι μιὰ ἀλληγορικὴ ἀναφορὰ ὅπου οἱ δέσμιοι τοῦ σπηλαίου βλέπουν τὶς σκιὲς (πάθη) ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀντανάκλαση τῆς φωτιᾶς καὶ τῶν ἀντικειμένων ποὺ βρίσκονται πίσω τους καὶ νομίζουν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα.
Οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἀρχαιότατες ἐποχὲς ὡς σήμερα, ζοῦμε φυλακισμένοι στὰ σώματά μας, μέσα στὶς παραισθήσεις, τὶς ψευδαισθήσεις καὶ τὶς αὐταπάτες μας ποὺ ἐξυφαίνονται ἀπὸ τὰ πάθη. Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια, πρέπει νὰ ἀποτινάξουμε τὰ δεσμὰ τῶν αἰσθήσεων ἀλλὰ καὶ τὰ δεσμὰ τῶν ποικίλων ἐξουσιαστῶν τοῦ σπηλαίου, ποὺ ἀφήνουν νὰ ἀντιλαμβανόμαστε μόνο τὰ ἀντίγραφα καὶ τὶς ἀπατηλὲς σκιὲς τῆς πραγματικότητας.
Ὅταν ὅμως κάποιος δεσμώτης καταφέρει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν, γνωρίσει τὴν ἀλήθεια καὶ ἑνωθεῖ μὲ τὸ διαλάμπον φῶς, μὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ ὑπέρτατο Ὄν, τότε καθίσταται τέλειος διδάσκαλος, ἕνας ἀληθινὸς avatar, ποὺ ἐργάζεται γιὰ τὴν ἐξέλιξη καὶ τὴ σωτηρία τοῦ σύμπαντος.

Μεταξὺ τῶν πολλῶν ὑπερφυσικῶν ἰδιοτήτων ποὺ ἀποδίδον-ται στὸν Ἐπιμενίδη, εἶναι καὶ ἡ ἀποχή του ἀπὸ κάθε τροφή. Κατὰ τὸν Δημήτριο, θρυλεῖται ὅτι εἶχε λάβει ἔδεσμα ἀπὸ τὶς Νύμφες ἐντὸς βοείου ὄνυχα ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατάπινε ἀπὸ λίγο, χωρὶς αὐτὸ νὰ τελειώνει ποτέ, ὅπως συνέβη μὲ τὸ θαῦμα τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστός. Δὲν εἶχε κενώσεις οὔτε τὸν εἶδε ποτὲ κανεὶς νὰ τρώγει. 
Βέβαια, ὁ θρύλος αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ συμβολικὸ χαρακτήρα, δεδομένου ὅτι, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Upanishads, ἕνα ἐξελιγμένο ἀνθρώπινο ὂν προχωρεῖ ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐν ζωῆ ἀπελευθερώσεως πρὸς τὴν κατάσταση τῆς ἀπολύτου ἀπελευθερώσεως καὶ τῆς κυριαρχίας ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ἕνας avatar δὲν ὑπόκειται σὲ κανένα περιορισμό· τὸ σῶμα του εἶναι ἀπολύτως ἁγνό, ὁρατὸ ὡς εἰκόνα φωτεινή, καὶ δὲν ὑποχρεοῦται νὰ ἀκολουθήσει κανένα νόμο τῆς φύσεως. Τὸ ἄφθαρτο σῶμα του δὲν ἔχει ἀνάγκη τροφῆς καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ σπανίως ἢ καὶ ποτὲ δὲν λαμβάνει τροφή. Τέτοιοι avatars εἶναι οἱ Krishna, Rama, Buddha καὶ Pantajali, ὁ γνωστὸς σὲ μᾶς Βαβαζί, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ, ὅπως καὶ ὁ Agastya, νὰ διατηρεῖ τὴ σωματική του μορφή. Οἱ γενικὲς περιγραφὲς τοῦ βίου τοῦ Ἐπιμενίδη, δίνουν εὐχερῶς τὴ δυνατότητα νὰ τὸν συναπαριθμήσουμε στὴν κατηγορία τῶν avatars.
«Ἕνας avatar ζεῖ διὰ τοῦ πνεύματος, τοῦ πανταχοῦ παρόντος. Γι’ αὐτὸν δὲν ὑπάρχουν χρόνος καὶ διάστημα. Δὲν ὑπάρχει συνεπῶς κανένας ἄλλος λόγος γιὰ νὰ διατηρήσει τὴ σωματική του μορφή, ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα, παρὰ ἡ ἐπιθυμία του νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα τοῦ τί μποροῦν νὰ κατορθώσουν καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντιληφθεῖ ἔστω καὶ μιὰ ἐλαχίστη ἐκδήλωση τοῦ θείου ὑπὸ σωματικὴ μορφή, θὰ παραμείνει μὲ τὴν ἀποκαρδιωτική, ἂν καὶ ἀπατηλή, ἐντύπωση, ὅτι τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ κατανικήσει ἢ νὰ ὑποσκελίσει τὴ θνητότητά του». 

Ὁ Διογένης Λαέρτιος, ἀναφέρει ὅτι οἱ Κρῆτες ἔκαναν στὸν Ἐπιμενίδη θυσίες σὰν νὰ ἦταν θεός, ἰσχυρίζονταν δὲ ὅτι ἦταν καὶ διορατικότατος. Ὁ Θεόπομπος γράφει στὰ Θαυμάσιά του, πὼς ὅταν αὐτὸς ἀσχολεῖτο μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ τῶν Νυμφῶν, ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Ἐπιμενίδη, ὄχι ἱερό τῶν Νυμφῶν, ἀλλὰ τοῦ Διός».
Ἀναφέρονται πολλὲς προφητεῖες του ὅπως αὐτὴ ποὺ βλέπον-τας τὸ λιμανάκι τῆς Μουνιχίας εἶπε στοὺς Ἀθηναίους ὅτι καθόλου δὲν ὑποπτεύονται πόσα κακὰ μέλλει νὰ τοὺς προξενήσει τὸ χωριὸ αὐτό, καὶ ὅτι πρῶτος ἀποκάλεσε τὸν ἑαυτό του Αἰακό, καὶ προεῖπε στοὺς Λακεδαιμονίους ὅτι θὰ νικηθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀρκάδες. Ἰσχυρίζονταν δὲ ὅτι ἔζησε πολλὲς ζωές. Ἀπάλλαξε τοὺς Ἀθηναίους ἀπὸ τὸ Κυλώνειο ἄγος κατόπιν ἐντολῆς τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν. Ἔγραψε ἕνα ποίημα 5.000 στίχων γιὰ τὴ Γένεση τῶν Κουρήτων καὶ Κορυβάντων, ἕνα ποίημα 6.500 στίχων γιὰ τὴν Ναυπήγηση τῆς Ἀργοῦς καὶ γιὰ τὸ ταξίδι τοῦ Ἰάσονα στὴν Κολχίδα, Περὶ θυσιῶν καὶ τοῦ ἐν Κρήτῃ πολιτεύματος σὲ πεζὸ λόγο καὶ ἕνα ποίημα 4.000 στίχων Περὶ Μίνω καὶ Ραδαμάνθυος. Ἀνήγειρε τὸ ἱερὸ τῶν Σεμνῶν (τῶν Εὐμενίδων) καὶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ καθάρισε τὰ χωράφια, καὶ πρῶτος ἵδρυσε ἱερά. Ἀναφέρεται καὶ μιὰ ἐπιστολή του στὸν Σόλωνα. 

Ὁ Ἐπιμενίδης ἔγινε ἀφορμὴ καὶ γιὰ ἕνα γνωστὸ παράδοξο τῆς λογικῆς. Σὲ ἕνα ποίημά του εἶχε γράψει: «Κρῆτες ἀεὶ ψεύσται»,  τὸ ὁποῖο δὲν καταλήγει σὲ κανένα συμπέρασμα, διότι ὁ Ἐπιμενίδης λέει ὅτι ὅλοι οἱ Κρῆτες εἶναι ψεῦτες ἀλλὰ ὁ Ἐπιμενίδης εἶναι Κρητικός, ἄρα, ὁ Ἐπιμενίδης λέει ψέματα. Ἑπομένως, οἱ Κρῆτες λένε τὴν ἀλήθεια, ἄρα καὶ ὁ Ἐπιμενίδης λέει τὴν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ οἱ Κρῆτες εἶναι ψεῦτες, καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή... ἀφοῦ ὁ Ἐπιμενίδης εἶναι Κρὴς λέει ψέμματα ὅτι οἱ Κρῆτες εἶναι ψεῦτες... κ.ο.κ. Πέθανε στὴν πατρίδα του Κρήτη σὲ ἡλικία ἑκατὸν πενήντα ἑπτὰ ἐτῶν, ὅπως λέγει ὁ Φλέγων στὸ Περὶ μακροβίων βιβλίο του. Κατὰ τοὺς Κρῆτες, ἔζησε 299 ἔτη, ὁ δὲ Ξενοφάνης ὁ Κολοφῶνος λέγει ὅτι ἄκουσε πὼς πέθανε σὲ ἡλικία 154 ἐτῶν.

Ὁ Ἐπιμενίδης, κατατάσσεται στὸ θρησκευτικό, πρακτικὸ καὶ πνευματικὸ ρεῦμα ποὺ ἐπικράτησε στὶς ἑλληνικὲς πόλεις μετὰ τὴν ἀκμὴ τοῦ ἔπους, ὅπου ἡ λαϊκὴ προγονικὴ σοφία συνδυάσθηκε μὲ μιὰ ἐνθουσιώδη θρησκευτικότητα τῆς ὁποίας ἐκπρόσωποι, ὅπως ὁ Ἀριστεύς, γιὸς τοῦ Ἀπόλλωνα, ὁ ὁποῖος ἐκδήλωνε ἀνεξήγητες ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες, ἐγκατέλειπε τὸ σῶμα του πολλὲς φορὲς ἐμφανιζόμενος ὡς πνευματικὴ ὀντότητα καὶ ἔζησε, κατὰ τὸν Ἡρόδοτο, 240 χρόνια, ὁ Ἄβαρις, ἱερέας τοῦ Ἀπόλλωνα, καὶ αὐτὸς μὲ ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες, ζοῦσε χωρὶς τροφή, δὲν εἶχε βάρος (α-βαρις) καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα, ὁ Επιμενίδης καὶ ἄλλοι μὲ ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες, τέθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ Πυθίου καὶ Πατρῴου Ἀπόλλωνα, τοῦ θεοῦ ποὺ μὲ τὴν καθοδήγησή του ἵδρυσε τὶς ἀποικίες καὶ ἑπομένως τὶς πόλεις καὶ τὰ γένη τους. 
Ἄρα, ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἱκανὸ ἀριθμὸ avatars μεταξὺ τῶν ὁποίων, ὅπως προαναφέρθηκε, συναριθμοῦνται ὁ Ἐπιμενίδης, ὁ Ἀριστεύς, ὁ Ἄβαρις, ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ὀρφέας κ.ἄ.