Σκοπός του Μυστικισμού είναι η βιωματική, υπαρξιακή αναζήτηση, η άμεση σχέση και η πνευματική ένωση με τον Θεό ή το θείο· αυτή επιδιώκεται με αυτοσυγκέντρωση, προσευχή, απάθεια, θεωρία, έκσταση.
Ο Μυστικισμός αποτελεί συνήθως το διαισθητικό στοιχείο στη θρησκευτική εμπειρία και εμφανίζεται σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, από τις πιο πρωτόγονες έως τις πιο εξελιγμένες. Κάποτε αναπηδά μέσα από πετρώδεις περιοχές μιας εξωτερικής θρησκευτικότητας, δίνοντας νέα άνθηση στο θρησκευτικό αίσθημα.
Λόγω των ποικίλων μορφών με τις οποίες εμφανίζεται στην Ιστορία των Θρησκευμάτων και των αντιφατικών στοιχείων τα οποία κάποτε περιλαμβάνει, δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός.
Κατά κανόνα ο Μυστικισμός, ο οποίος εκφράζει την άμεση εμπειρία και σχέση του ανθρώπου με το Άγιο, διαφέρει από την αποκρυφιστική μυστικοπάθεια και τις απόκρυφες δοξασίες και τεχνικές.
Η σχέση Μυστικισμού και οργανωμένης θρησκείας εμφανίζεται ιδιότυπη, ένα μείγμα σεβασμού και δυσπιστίας. Συνήθως, ένα αληθινά θρησκευόμενο πρόσωπο έχει φλέβα μυστική, και ένας δονούμενος από τη βίωση του Αγίου μυστικός είναι έντονα θρησκευτική προσωπικότητα. Παρά ταύτα δεν πρέπει να συγχέεται η εν γένει θρησκευτικότητα με τον Μυστικισμό. Η θρησκεία είναι ένα πολύ ευρύτερο φαινόμενο. Όπως, εξάλλου, υπάρχουν μορφές μυστικισμού μη θρησκευτικές.
Δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τα χαρακτηριστικά του Μυστικισμού. Η W.R. Inge (1889) είχε διακρίνει:
Πρώτον, την εσωτερική γνώση.
Δεύτερον, την ησυχία.
Τρίτον, την ενδοσκόπηση.
Και τέταρτον, την περιφρόνηση και παραμέληση των υλικών πραγμάτων.
Στον 20ο αι. ως χαρακτηριστικά του Μυστικισμού αναγνωρίζονται συνήθως τα επισημανθέντα από τον W. James (1902):
1. Το ανέκφραστο (ineffability).
2. Το νοητικό στοιχείο (noetic), εφόσον η μυστική εμπειρία επιζητεί μιά ολική αντίληψη του σύμπαντος, που ασφαλώς ανήκει στη νοητική σφαίρα.
3. Η παθητικότητα (passivity).
4. Η παροδικότητα (transiency).
Τελευταίως, ο L. Duprey (1987) προτείνει στη θέση της παροδικότητας την έννοια της ρυθμικότητας (rythmic), διότι η εμπειρία αυτή επανέρχεται με κάποιο ρυθμό. Και ακόμη προσθέτει ως 5, την ολοκλήρωση (integration), διευκρινίζοντας ότι η μυστική συνείδηση επιτυγχάνει να υπερβεί διάφορες αντιθέσεις και με την ενόραση να τις συνθέσει.
Πολλοί υποστήριξαν ότι υπάρχει κοινός παρονομαστής κάτω από τις πιο ποικίλες μορφές Μυστικισμού. Όσο όμως και αν διαπιστώνονται κοινά γνωρίσματα στη μυστική εμπειρία διαφόρων θρησκευτικών συστημάτων, σοβαρές επίσης είναι και οι αποκλίσεις, οι ιδιαίτεροι χρωματισμοί. Η κάθε μυστική εμπειρία διατηρεί κάτι το ειδικό, το προσωπικό.
Μέσα στον θρησκευτικό μυστικισμό διακρίνονται καθαρά δύο ρεύματα:
Το ένα, που γενικά θα μπορούσε να ονομασθεί μονιστικής ή μονιστικιζούσης κατευθύνσεως (Νεοπλατωνισμός, ινδουιστική Αντβάιτα, Ταοϊσμός), και το άλλο το θεϊστικό, που αναπτύχθηκε στις προφητικές θρησκείες.
Στο πρώτο, το μυστικό βίωμα κορυφώνεται στον πλήρη αφανισμό του ανθρώπινου εγώ μέσα στην απόλυτη Αρχή ή το θείο Πνεύμα.
Στο δεύτερο, η ανθρώπινη προσωπικότητα εξυψώνεται και διατηρείται ενωμένη με τον Θεό. Ανάλογα με τον βαθμό της συμμετοχής του Μυστικού στη διαδικασία για την επιστροφή του στον Θεό, ο Μυστικισμός εμφανίζεται ως ενεργητικός, θεωρητικός ή ησυχαστικός.
Ως προς τους εξωτερικούς τύπους, διακρίνονται:
1. Θεωρητικές και διανοητικές μορφές Μυστικισμού, στις οποίες αναζητείται μια συνεκτική ενότητα. Και εδώ αναπτύχθηκαν ήπιοι η ακραίοι, εξωστρεφείς ή εσωστρεφείς, θεϊστικοί ή μη θεϊστικοί τύποι.
2. Μορφές αφοσιώσεως, που τονίζουν το συναισθηματικό στοιχείο και επιζητούν την προσέγγιση του Απολύτου με την αγάπη.
3. Εκστατικές και ερωτικές μορφές, πού προκαλούν ερωτικά αισθήματα και εξάρσεις. Μερικές φορές οι δύο τελευταίοι τύποι συγχέονται.
Η μυστική εμπειρία συχνά αναπτύσσει μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση τη συναίσθηση της παγκοσμιότητας και της ενότητας με όλους τους ανθρώπους. Συνήθως, στις πνευματικότερες μορφές μυστικισμού δεσπόζει ειρηνική, ενοποιός διάθεση. Οι μυστικές εμπνεύσεις ζωογονούν το θρησκευτικό βίωμα, κρίνουν και υπερβαίνουν τις παραδοσιακές θρησκευτικές δομές, κάποτε αμφισβητούν και σείουν τη συμβατική εξωτερική θρησκευτικότητα, ενώ δεν λείπουν και οι επικίνδυνες παρεκκλίσεις.
Ελληνικός Μυστικισμός
Ο ελληνικός μυστικισμός πρωτοαναπτύχθηκε κυρίως φιλοσοφικά στην περί ενός και παντός διδασκαλία των προσωκρατικών φιλοσόφων και μέσα στο ευρύτερο θρησκευτικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει η διονυσιακή λατρεία και τα ορφικά μυστήρια με τον εκστασιακό χαρακτήρα τους. οι μύστες του Διονύσου πίστευαν ότι εγίνοντο «ένθεοι», ενώ οι ορφικοί αποσκοπούσαν στην επιστροφή στη θεία ουσία με την έκσταση. Η ελληνική φιλοσοφική διανόηση εξευγένισε τις αρχικές παραστάσεις ενώσεως με το θείο των ελληνικών μυστηρίων και στη θέση των παλαιών τελετουργιών καλλιέργησε την έκσταση που προκαλείται κυρίως με διαλογισμό.
Οι Έλληνες ανέπτυξαν, μεταξύ άλλων, τον μονισμό και τον πανθεϊσμό, διδάσκοντας ότι ο κόσμος προέρχεται από μια πρώτη Αρχή, στην οποία και επιστρέφει. Μ' αυτήν τη σύλληψη συνδέθηκε η αντίληψη της αιώνιας ανακυκλήσεως των όντων και ακόμη η θεωρία της μετεμψυχώσεως. Ο Πλάτων (428/427-348/ 347 π.Χ.) πλούτισε περισσότερο τον ελληνικό φιλοσοφικό μυστικισμό με τη θεωρία του περί ιδεών, ενώ οι στωικοί προσέφεραν την πανθεΐζουσα φιλοσοφία περί λόγου.
Η πιο εντυπωσιακή όμως μυστική σύνθεση πραγματοποιήθηκε με τον Νεοπλατωνισμό, που συνέκρασε στοιχεία από την πλατωνική, αριστοτελική, πυθαγόρεια και στωική φιλοσοφία, συμπληρώνοντας πιθανώς το αμάλγαμα αυτό με συλλήψεις της ιουδαϊκής ερμηνευτικής παραδόσεως.
Ο Νεοπλατωνισμός παρουσιάσθηκε ως καθολικό φιλοσοφικό σύστημα, ανυψωτικό πνευματικά και εδραίο διανοητικά. Ιδρυτής του θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς (175-242), αλλά διαμορφωτής του υπήρξε κυρίως ο Πλωτίνος (206-269),που δίδαξε στη Ρώμη.
Στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Πορφύριο (232-303), τον Ιάμβλιχο (205-330) στη Συρία και τον Πρόκλο (411-485) στην Αθήνα.
Για τον Νεοπλατωνισμό, αρχή και πηγή του κόσμου είναι το Εν, το Πρώτο, το Αιώνιο, το Ύψιστο, το Αγαθό, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ο κόσμος προήλθε από το εν με απορροή, που συντελέσθηκε σε επάλληλες φάσεις. Πρώτη απορροή είναι ο νους, ο οποίος αποτελείται από ιδέες που αντιστοιχούν στον πλατωνικό νοητό κόσμο, δεύτερη η ψυχή του παντός, τρίτη οι επιμέρους ψυχές και τελευταία η ύλη, που είναι περισσότερο απομακρυσμένη από το Εν. Στη φιλοσοφία του Πλωτίνου κάθε απορροή από το εν αντανακλά την πρότερά της ως εικόνα. Αυτό σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από εξωτερικό αντίγραφο· η κάθε σφαίρα της πραγματικότητας αναφέρεται στο βάθος της ουσίας της σε μιά ανώτερη και πρέπει να επιστρέψει σ' αυτήν. Με τη μεταφυσική αυτή, και κυρίως με τη θεωρία της απορροής, συνάπτεται ο νεοπλατωνικός μυστικισμός.
Η ανθρώπινη ψυχή πρέπει να διαπεράσει τα σύνορα των αισθήσεων, της ύλης, και να κοινωνήσει με το Εν, το Απόλυτο. Η τελική ένωση μαζί του συντελείται με ασκητική κάθαρση και έκσταση που οδηγεί στη μυστική θεωρία του θείου. Η πλωτίνεια ένωση με το εν έχει ονομασθεί εκστατική, αλλά κυρίως είναι εισδυτική (διείσδυση εις εαυτόν).
Ο Πλωτίνος ενέταξε στο σύστημά του τις τέσσερις βασικές αρετές της πλατωνικής ηθικής - σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη -, απλώς ως προϋποθέσεις. Εκείνο στο οποίο κυρίως αποβλέπει ως ύψιστο σκοπό, ως ευδαιμονία και αγαθό, είναι η μυστική ένωση της ψυχής με τον Θεό. Η συγχώνευση με το εν μπορεί, κατά τον Νεοπλατωνισμό, να πραγματοποιηθεί ήδη κατά τη διάρκεια του επίγειου ανθρώπινου βίου.
Ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος υποστήριξαν ότι είχαν τέτοια εμπειρία. Γενικά, η νεοπλατωνική διδασκαλία παρουσιάζεται μάλλον ψυχρή, χωρίς συναισθηματισμό και οράματα. Ο Νεοπλατωνισμός υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος του Χριστιανισμού και στην αντιπαράθεση μαζί του ορισμένες ιδέες μεταπλάσθηκαν από τους χριστιανούς μυστικούς.
Comments
polina
Thu, 22/10/2015 - 21:14
Permalink
Ο μυστικισμός ως μέθοδος Θεογνωσίας
Click για περισσότερα
Σκοπός του Μυστικισμού είναι η βιωματική, υπαρξιακή αναζήτηση, η άμεση σχέση και η πνευματική ένωση με τον Θεό ή το θείο· αυτή επιδιώκεται με αυτοσυγκέντρωση, προσευχή, απάθεια, θεωρία, έκσταση.
Ο Μυστικισμός αποτελεί συνήθως το διαισθητικό στοιχείο στη θρησκευτική εμπειρία και εμφανίζεται σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, από τις πιο πρωτόγονες έως τις πιο εξελιγμένες. Κάποτε αναπηδά μέσα από πετρώδεις περιοχές μιας εξωτερικής θρησκευτικότητας, δίνοντας νέα άνθηση στο θρησκευτικό αίσθημα.
Λόγω των ποικίλων μορφών με τις οποίες εμφανίζεται στην Ιστορία των Θρησκευμάτων και των αντιφατικών στοιχείων τα οποία κάποτε περιλαμβάνει, δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός.
Κατά κανόνα ο Μυστικισμός, ο οποίος εκφράζει την άμεση εμπειρία και σχέση του ανθρώπου με το Άγιο, διαφέρει από την αποκρυφιστική μυστικοπάθεια και τις απόκρυφες δοξασίες και τεχνικές.
Η σχέση Μυστικισμού και οργανωμένης θρησκείας εμφανίζεται ιδιότυπη, ένα μείγμα σεβασμού και δυσπιστίας. Συνήθως, ένα αληθινά θρησκευόμενο πρόσωπο έχει φλέβα μυστική, και ένας δονούμενος από τη βίωση του Αγίου μυστικός είναι έντονα θρησκευτική προσωπικότητα. Παρά ταύτα δεν πρέπει να συγχέεται η εν γένει θρησκευτικότητα με τον Μυστικισμό. Η θρησκεία είναι ένα πολύ ευρύτερο φαινόμενο. Όπως, εξάλλου, υπάρχουν μορφές μυστικισμού μη θρησκευτικές.
Δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τα χαρακτηριστικά του Μυστικισμού. Η W.R. Inge (1889) είχε διακρίνει:
Πρώτον, την εσωτερική γνώση.
Δεύτερον, την ησυχία.
Τρίτον, την ενδοσκόπηση.
Και τέταρτον, την περιφρόνηση και παραμέληση των υλικών πραγμάτων.
Στον 20ο αι. ως χαρακτηριστικά του Μυστικισμού αναγνωρίζονται συνήθως τα επισημανθέντα από τον W. James (1902):
1. Το ανέκφραστο (ineffability).
2. Το νοητικό στοιχείο (noetic), εφόσον η μυστική εμπειρία επιζητεί μιά ολική αντίληψη του σύμπαντος, που ασφαλώς ανήκει στη νοητική σφαίρα.
3. Η παθητικότητα (passivity).
4. Η παροδικότητα (transiency).
Τελευταίως, ο L. Duprey (1987) προτείνει στη θέση της παροδικότητας την έννοια της ρυθμικότητας (rythmic), διότι η εμπειρία αυτή επανέρχεται με κάποιο ρυθμό. Και ακόμη προσθέτει ως 5, την ολοκλήρωση (integration), διευκρινίζοντας ότι η μυστική συνείδηση επιτυγχάνει να υπερβεί διάφορες αντιθέσεις και με την ενόραση να τις συνθέσει.
Πολλοί υποστήριξαν ότι υπάρχει κοινός παρονομαστής κάτω από τις πιο ποικίλες μορφές Μυστικισμού. Όσο όμως και αν διαπιστώνονται κοινά γνωρίσματα στη μυστική εμπειρία διαφόρων θρησκευτικών συστημάτων, σοβαρές επίσης είναι και οι αποκλίσεις, οι ιδιαίτεροι χρωματισμοί. Η κάθε μυστική εμπειρία διατηρεί κάτι το ειδικό, το προσωπικό.
Μέσα στον θρησκευτικό μυστικισμό διακρίνονται καθαρά δύο ρεύματα:
Το ένα, που γενικά θα μπορούσε να ονομασθεί μονιστικής ή μονιστικιζούσης κατευθύνσεως (Νεοπλατωνισμός, ινδουιστική Αντβάιτα, Ταοϊσμός), και το άλλο το θεϊστικό, που αναπτύχθηκε στις προφητικές θρησκείες.
Στο πρώτο, το μυστικό βίωμα κορυφώνεται στον πλήρη αφανισμό του ανθρώπινου εγώ μέσα στην απόλυτη Αρχή ή το θείο Πνεύμα.
Στο δεύτερο, η ανθρώπινη προσωπικότητα εξυψώνεται και διατηρείται ενωμένη με τον Θεό. Ανάλογα με τον βαθμό της συμμετοχής του Μυστικού στη διαδικασία για την επιστροφή του στον Θεό, ο Μυστικισμός εμφανίζεται ως ενεργητικός, θεωρητικός ή ησυχαστικός.
Ως προς τους εξωτερικούς τύπους, διακρίνονται:
1. Θεωρητικές και διανοητικές μορφές Μυστικισμού, στις οποίες αναζητείται μια συνεκτική ενότητα. Και εδώ αναπτύχθηκαν ήπιοι η ακραίοι, εξωστρεφείς ή εσωστρεφείς, θεϊστικοί ή μη θεϊστικοί τύποι.
2. Μορφές αφοσιώσεως, που τονίζουν το συναισθηματικό στοιχείο και επιζητούν την προσέγγιση του Απολύτου με την αγάπη.
3. Εκστατικές και ερωτικές μορφές, πού προκαλούν ερωτικά αισθήματα και εξάρσεις. Μερικές φορές οι δύο τελευταίοι τύποι συγχέονται.
Η μυστική εμπειρία συχνά αναπτύσσει μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση τη συναίσθηση της παγκοσμιότητας και της ενότητας με όλους τους ανθρώπους. Συνήθως, στις πνευματικότερες μορφές μυστικισμού δεσπόζει ειρηνική, ενοποιός διάθεση. Οι μυστικές εμπνεύσεις ζωογονούν το θρησκευτικό βίωμα, κρίνουν και υπερβαίνουν τις παραδοσιακές θρησκευτικές δομές, κάποτε αμφισβητούν και σείουν τη συμβατική εξωτερική θρησκευτικότητα, ενώ δεν λείπουν και οι επικίνδυνες παρεκκλίσεις.
Ελληνικός Μυστικισμός
Ο ελληνικός μυστικισμός πρωτοαναπτύχθηκε κυρίως φιλοσοφικά στην περί ενός και παντός διδασκαλία των προσωκρατικών φιλοσόφων και μέσα στο ευρύτερο θρησκευτικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει η διονυσιακή λατρεία και τα ορφικά μυστήρια με τον εκστασιακό χαρακτήρα τους. οι μύστες του Διονύσου πίστευαν ότι εγίνοντο «ένθεοι», ενώ οι ορφικοί αποσκοπούσαν στην επιστροφή στη θεία ουσία με την έκσταση. Η ελληνική φιλοσοφική διανόηση εξευγένισε τις αρχικές παραστάσεις ενώσεως με το θείο των ελληνικών μυστηρίων και στη θέση των παλαιών τελετουργιών καλλιέργησε την έκσταση που προκαλείται κυρίως με διαλογισμό.
Οι Έλληνες ανέπτυξαν, μεταξύ άλλων, τον μονισμό και τον πανθεϊσμό, διδάσκοντας ότι ο κόσμος προέρχεται από μια πρώτη Αρχή, στην οποία και επιστρέφει. Μ' αυτήν τη σύλληψη συνδέθηκε η αντίληψη της αιώνιας ανακυκλήσεως των όντων και ακόμη η θεωρία της μετεμψυχώσεως. Ο Πλάτων (428/427-348/ 347 π.Χ.) πλούτισε περισσότερο τον ελληνικό φιλοσοφικό μυστικισμό με τη θεωρία του περί ιδεών, ενώ οι στωικοί προσέφεραν την πανθεΐζουσα φιλοσοφία περί λόγου.
Η πιο εντυπωσιακή όμως μυστική σύνθεση πραγματοποιήθηκε με τον Νεοπλατωνισμό, που συνέκρασε στοιχεία από την πλατωνική, αριστοτελική, πυθαγόρεια και στωική φιλοσοφία, συμπληρώνοντας πιθανώς το αμάλγαμα αυτό με συλλήψεις της ιουδαϊκής ερμηνευτικής παραδόσεως.
Ο Νεοπλατωνισμός παρουσιάσθηκε ως καθολικό φιλοσοφικό σύστημα, ανυψωτικό πνευματικά και εδραίο διανοητικά. Ιδρυτής του θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς (175-242), αλλά διαμορφωτής του υπήρξε κυρίως ο Πλωτίνος (206-269),που δίδαξε στη Ρώμη.
Στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Πορφύριο (232-303), τον Ιάμβλιχο (205-330) στη Συρία και τον Πρόκλο (411-485) στην Αθήνα.
Για τον Νεοπλατωνισμό, αρχή και πηγή του κόσμου είναι το Εν, το Πρώτο, το Αιώνιο, το Ύψιστο, το Αγαθό, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ο κόσμος προήλθε από το εν με απορροή, που συντελέσθηκε σε επάλληλες φάσεις. Πρώτη απορροή είναι ο νους, ο οποίος αποτελείται από ιδέες που αντιστοιχούν στον πλατωνικό νοητό κόσμο, δεύτερη η ψυχή του παντός, τρίτη οι επιμέρους ψυχές και τελευταία η ύλη, που είναι περισσότερο απομακρυσμένη από το Εν. Στη φιλοσοφία του Πλωτίνου κάθε απορροή από το εν αντανακλά την πρότερά της ως εικόνα. Αυτό σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από εξωτερικό αντίγραφο· η κάθε σφαίρα της πραγματικότητας αναφέρεται στο βάθος της ουσίας της σε μιά ανώτερη και πρέπει να επιστρέψει σ' αυτήν. Με τη μεταφυσική αυτή, και κυρίως με τη θεωρία της απορροής, συνάπτεται ο νεοπλατωνικός μυστικισμός.
Η ανθρώπινη ψυχή πρέπει να διαπεράσει τα σύνορα των αισθήσεων, της ύλης, και να κοινωνήσει με το Εν, το Απόλυτο. Η τελική ένωση μαζί του συντελείται με ασκητική κάθαρση και έκσταση που οδηγεί στη μυστική θεωρία του θείου. Η πλωτίνεια ένωση με το εν έχει ονομασθεί εκστατική, αλλά κυρίως είναι εισδυτική (διείσδυση εις εαυτόν).
Ο Πλωτίνος ενέταξε στο σύστημά του τις τέσσερις βασικές αρετές της πλατωνικής ηθικής - σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη -, απλώς ως προϋποθέσεις. Εκείνο στο οποίο κυρίως αποβλέπει ως ύψιστο σκοπό, ως ευδαιμονία και αγαθό, είναι η μυστική ένωση της ψυχής με τον Θεό. Η συγχώνευση με το εν μπορεί, κατά τον Νεοπλατωνισμό, να πραγματοποιηθεί ήδη κατά τη διάρκεια του επίγειου ανθρώπινου βίου.
Ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος υποστήριξαν ότι είχαν τέτοια εμπειρία. Γενικά, η νεοπλατωνική διδασκαλία παρουσιάζεται μάλλον ψυχρή, χωρίς συναισθηματισμό και οράματα. Ο Νεοπλατωνισμός υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος του Χριστιανισμού και στην αντιπαράθεση μαζί του ορισμένες ιδέες μεταπλάσθηκαν από τους χριστιανούς μυστικούς.