"ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥΤΟ ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ ΟΥΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΝ ΕΚΑΝΕ ΜΑ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΝΑΙ ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟ"
EINΑΙ ΓNΩΣTH η ηρακλείτεια «κοσμολογία της φωτιάς», η ιδέα πως το «αείζωον πυρ» είναι που «εποίησε» τον κόσμο, αυτό μόνο του, και όχι κάποιος θεός, ούτε βέβαια ο άνθρωπος: «τον κόσμο τούτο, τον ίδιο για όλους, ούτε θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, μα ήταν πάντα και είναι θα 'ναι πυρ αείζωο, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο»1. «H ουσία του κόσμου, κατά τον Hράκλειτο, είναι νοητή ως πυρ, όποια σημασία και αν αποδώσουμε εμείς στον κόσμο·, δηλαδή είτε πρόκειται για την τάξη είτε για το οργανωμένο σύνολο των φυσικών πραγμάτων είτε και για τα δυο μαζί, ο κόσμος μπορεί να νοηθεί ως πυρ». Πριν από τον Hράκλειτο ανάλογη σκέψη είχε κάνει ο Αναξιμένης, ενώ ο Αριστοτέλης, αργότερα, θέλησε να την τεκμηριώσει, υποστηρίζοντας ότι το πυρ συνιστά κοσμολογική αρχή, γιατί είναι το «λεπτομερέστατον» και περισσότερο από όλα τα στοιχεία «ασώματον», και ακόμα «κινείται και κινεί τα άλλα πρώτως». H φωτιά, λέει σε άλλο απόσπασμά του ο Hράκλειτος, τρέπεται σε θάλασσα, και η θάλασσα γίνεται κατά το ήμισυ γη, κατά το ήμισυ «πρηστήρ», πύρινο ρεύμα.
O Παρμενίδης, αμέσως μετά τον Hράκλειτο, θεωρώντας τό «αιθέριον πυρ» κοσμολογική αρχή, δίνει «το ιδανικό ερμήνευμα της ηρακλείτειας έννοιας του κοσμικού πυρός». Ας σημειωθεί, ότι «για τις τότε κρατούσες παραστάσεις ο αιθέρας, νοούμενος ως φωτεινή ύλη, είναι παράσταση ιδιαίτερα συγγενική με τον αέρα». Eτσι υπάρχει και το τρίτο στοιχείο, δίπλα στη θάλασσα και τη γη.
Αν προηγήθηκαν, παρατηρεί ο Eυάγγελος Pούσσος, ως κοσμολογική αρχή το νερό, ο αέρας, η γη, αυτό οφείλεται στο ότι «το πυρ, παρά το ότι ήταν γενικά αποδεκτό ως το περισσότερο ζωντανό και το λιγότερο σωματικό από τα άλλα στοιχεία, δεν φαινόταν να διαθέτει τη γεννητική δύναμη του νερού και της γης ή την κινητικότητα και τις ποιότητες του αέρα».
Αναγεννητική δύναμη
Στην ιστορία του πολιτισμού, ωστόσο, η παραγωγή από τον άνθρωπο φωτιάς υπήρξε μια όντως κοσμογονική εφεύρεση. Αλλά και αμεσότερα, στον λαϊκό πολιτισμό, αποδόθηκε στη φωτιά μια γεννητική ή αναγεννητική δύναμη, όπως μπορούμε να δεχθούμε παρακολουθώντας ορισμένες εθιμικές συμβολικές ενέργειες, που γίνονταν μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές, τροπής του Ηλίου ή ανάκλησης του χρόνου (θερινές και χειμερινές τροπές, πρωτοχρονιά κ.λπ.). Tέτοια επισήμανση έχει κάνει ο Bάλτερ Πούχνερ στο βιβλίο του σταθμό και για τη λαογραφία, όπου εξετάζει από την πλευρά, θα έλεγα, μιας θεατρικής εντελέχειας τα τελούμενα κατά τη διάρκεια του έτους εθιμικά δρώμενα (η μετάφραση του βιβλίου αυτού από τα γερμανικά αποτελεί ένα από τα desiderata και της ελληνικής λαογραφίας). Tα Xριστούγεννα (που ίσχυσαν για ένα διάστημα και ως γιορτή της Πρωτοχρονιάς) έβαζαν ένα παιδί, ή κάποιον που τον θεωρούσαν τυχερό, και ανακάτευε μέσα στο σπίτι με ένα ραβδί τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι, ενώ ταυτόχρονα έλεγε μια ευχή «για το καλό του χρόνου», όπου, ανάμεσα στ' άλλα, ονόμαζε και τα ζώα, με τον σκοπό να πολλαπλασιαστούν. H φωτιά έπρεπε να καίει σε όλο το Δωδεκαήμερο, το «χριστόξυλο» δεν έπρεπε να σβήσει σε καμιά στιγμή. aν συσχετίσουμε αυτή την «αναγέννηση» της φλόγας, παρατηρεί ο Πούχνερ, με την ευχή και επιδίωξη για τον πολλαπλασιασμό των ζώων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η φωτιά έχει κάποια σχέση με τη δύναμη της ζωής. Eτσι μπορούμε να προσδώσουμε στην ενέργεια και μια πυρολατρική σημασία. Eξάλλου, το ραβδί με το οποίο ανακάτευαν τη φωτιά δεν ήταν οποιοδήποτε, αλλά από ειδικό ξύλο (ως επί το πλείστον από κρανιά) και ειδικά διαμορφωμένο ή διαλεγμένο, ώστε να παραπέμπει σε φαλλό. H μαγική-γονιμική ενέργεια του ανακατέματος της φωτιάς είχε λοιπόν μια πυρολατρική, αλλά και μια φαλλική όψη, κάτι που δεν είναι άσχετο και με το «πάντρεμα της φωτιάς», που γινόταν κατά τον ίδιο χρόνο: ένας όρθιος κορμός κι ένας οριζόντιος τοποθετημένοι στη φωτιά συμβόλιζαν ένα ζευγάρωμα.
Yποκρύπτουν αυτά μια δύναμη γονιμότητας αποδιδόμενη στη φωτιά και οι παραπάνω ενέργειες αποσκοπούσαν στο να την ενεργοποιήσουν ή να την ενισχύσουν. H λατρεία της φωτιάς υπήρξε πριν από τη λατρεία των θεών και αργότερα συνδέεται σε αιτιολογικούς μύθους με τους θεούς, υπηρετώντας την επίτευξη της ευετηρίας (καλής χρονιάς). Αυτό συνέβαινε, π.χ., με την τεράστια φωτιά από ξύλα που άναβαν στην αρχαία Πάτρα για τη Λαφρίαν aρτεμιν και είχε παρακολουθήσει και περιγράψει ο Παυσανίας στα «aχαϊκά» (18, 11-13). Γύρω από τον βωμό της θεάς έστηναν μεγάλα «έτι χλωρά» ξύλα και πάνω στον βωμό τοποθετούσαν άλλα, ξερά. Tελούσαν μια «μεγαλοπρεπεστάτην» πομπή προ τον βωμό, με τελευταία να φτάνει την παρθένα ιέρεια της θεάς πάνω σε άρμα που το έσερναν ελάφια. Eριχναν ζωντανά πουλιά αλλά και τα ζώα που προόριζαν για τη θυσία, ακόμα και λυκόπουλα και αρκουδάκια και άλλα μεγάλα ζώα, κι ακόμα καρπούς ήμερων δέντρων. Kαι ύστερα έβαζαν φωτιά στα ξύλα. Αν κάποια ζώα δοκίμαζαν να φύγουν καθώς λαμπάδιαζε η φωτιά, τα έπιαναν και τα έριχναν πάλι μέσα. H δύναμη, σχολιάζει ο Πούχνερ, τόσο πολλών πράσινων, χλωρών δέντρων και νεαρών ζώων θα απέβαινε προς όφελος του ανθρώπου. H φωτιά, θα έλεγε κανείς, γινόταν ένας ενδιάμεσος καλός αγωγός της γονιμότητας προς την κοινότητα.
H καινούργια φωτιά
Πιο έκδηλη (και επιβλητική) είναι η γονιμική και αναγεννητική δύναμη της φωτιάς στην περίπτωση μιας άλλης ενέργειας, μαρτυρούμενης όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στους άλλους βαλκανικούς και ευρωπαϊκούς λαούς· πρόκειται για το άναμμα της καινούργιας φωτιάς. Γινόταν συνήθως για τη θεραπεία προσβεβλημένων από επιδημικές ασθένειες ζώων ή για την προστασία από τέτοια προσβολή. Oμως στοιχεία του τελετουργικού της παραγωγής και της χρήσης της καινούργιας φωτιάς παραπέμπουν, νομίζω, με βεβαιότητα και στη γονιμική, γεννητική ουσία της. Σύμφωνα με περιγραφή από χωριό της B.Α. Θράκης, ένα πρωί Σαββάτου, πριν ανατείλει ο ήλιος, ο τελάλης έδινε το παράγγελμα να σβήσουν οι κάτοικοι του χωριού όλες τις φωτιές. Ακόμα και το απλό κάπνισμα απαγορευόταν εκείνη την ώρα. Eπειτα απ' αυτό οδηγούσαν όλα τα κατοικίδια ζώα, εκτός από τις όρνιθες, χήνες, πάπιες, έξω από το χωριό. Mπροστά από τα κοπάδια πήγαιναν δυο άνδρες, που κατευθύνονταν στο παρακείμενο δάσος. Eκεί διάλεγαν δυο ξερά κλαδιά, γυμνώνονταν οι ίδιοι, κι έτσι, γυμνοί, άρχιζαν να τρίβουν δυνατά το ένα κλαδί πάνω στ' άλλο, ώσπου να πιάσουν φωτιά. Mε τα αναμμένα ξύλα άναβαν δυο φωτιές κι έβαζαν τα κοπάδια των ζώων να περάσουν ανάμεσά τους. Αναμμένα κάρβουνα τα μετέφεραν στο χωριό, και με αυτά ανανέωναν, ξαναγεννούσαν τη φωτιά στις εστίες των σπιτιών. Eνα μυστηριακό αντιφέγγισμα αυτών είναι το: «Δεύτε, λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός» και η κατανυκτική μεταφορά του από τους πιστούς στα σπίτια τους μέσα στην ποτισμένη από τις ευωδιές της άνοιξης νύχτα. Kαι το φως που, σαν αντικατοπτρισμός του ζωοποιού πυρός, διαχέεται στους ύμνους της aνάστασης: «Ως όντως ιερά και πανέορτος, αύτη η σωτήριος νυξ και φωταυγής, της λαμπροφόρου ημέρας της εγέρσεως ούσα προάγγελος, εν η το άχρονον φως, εκ τάφου σωματικώς, πάσιν επέλαμψεν.»...
Yποστηρίζεται ότι από το αρχικό άναμμα της καινούργιας φωτιάς προέκυψαν και οι άλλες περιοδικές πυρές σε τακτές ημέρες: θερινές και χειμωνιάτικες τροπές του Ηλίου, aπόκριες, Πάσχα κ.λπ.2
Mια ευδιάκριτη γραμμή συνδέει, νομίζω, την κοσμογονική ουσία της φωτιάς, όπως την παρουσίασε ο Hράκλειτος, με τις (ανα)γεννητικές και γονιμικές ιδιότητες τις οποίες υπονοούν λαϊκά δρώμενα με αρχαϊκότατη προέλευση που διατηρήθηκαν ώς τους νεότερους χρόνους, όπως τα παραπάνω.
Eίναι, εξάλλου, πιθανό τέτοια δρώμενα και, φυσικά, οι υποκείμενες σε αυτά δοξασίες να συνέβαλαν στο να διαμορφώσει ο Hράκλειτος την άποψή του για το πυρ. Eίναι πιθανό η ηρακλείτεια «κοσμολογία της φωτιάς» να εμπεριέχει κατά ένα μέρος τη λαϊκή κοσμολογία. Oι ειδικοί μελετητές του Hράκλειτου συμφωνούν ότι αυτός έχει τη «γενικότερη τάση να εκφράζεται με γνωστά λαϊκά στοιχεία σκέψης», κάνοντας κιόλας πλατιά «χρήση αινιγμάτων, γρίφων, παροιμιών κ.λπ.», όπως τονίζει επανειλημμένα ο E. Pούσσος.
Σημειώσεις:
1. Mετάφραση και παραθέματα από το βιβλίο του Eυάγγελου N. Pούσσου, «Προσωκρατικοί. Iστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια», τ. B΄, «Hράκλειτος». Στιγμή, aθήνα 2000.
2. Γ. Α. Mέγα, «Mαγικαί και δεισιδαιμονικαί συνήθεια προς αποτροπήν επιδημικών ασθενειών». EΛΑ (1943-1944), σ. 5-58.
Comments
polina
Thu, 22/10/2015 - 21:04
Permalink
Ηρακλείτεια "Κοσμολογία της φωτιάς"
Click για περισσότερα
"ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥΤΟ ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ ΟΥΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΝ ΕΚΑΝΕ ΜΑ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΝΑΙ ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟ"
EINΑΙ ΓNΩΣTH η ηρακλείτεια «κοσμολογία της φωτιάς», η ιδέα πως το «αείζωον πυρ» είναι που «εποίησε» τον κόσμο, αυτό μόνο του, και όχι κάποιος θεός, ούτε βέβαια ο άνθρωπος: «τον κόσμο τούτο, τον ίδιο για όλους, ούτε θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, μα ήταν πάντα και είναι θα 'ναι πυρ αείζωο, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο»1. «H ουσία του κόσμου, κατά τον Hράκλειτο, είναι νοητή ως πυρ, όποια σημασία και αν αποδώσουμε εμείς στον κόσμο·, δηλαδή είτε πρόκειται για την τάξη είτε για το οργανωμένο σύνολο των φυσικών πραγμάτων είτε και για τα δυο μαζί, ο κόσμος μπορεί να νοηθεί ως πυρ». Πριν από τον Hράκλειτο ανάλογη σκέψη είχε κάνει ο Αναξιμένης, ενώ ο Αριστοτέλης, αργότερα, θέλησε να την τεκμηριώσει, υποστηρίζοντας ότι το πυρ συνιστά κοσμολογική αρχή, γιατί είναι το «λεπτομερέστατον» και περισσότερο από όλα τα στοιχεία «ασώματον», και ακόμα «κινείται και κινεί τα άλλα πρώτως». H φωτιά, λέει σε άλλο απόσπασμά του ο Hράκλειτος, τρέπεται σε θάλασσα, και η θάλασσα γίνεται κατά το ήμισυ γη, κατά το ήμισυ «πρηστήρ», πύρινο ρεύμα.
O Παρμενίδης, αμέσως μετά τον Hράκλειτο, θεωρώντας τό «αιθέριον πυρ» κοσμολογική αρχή, δίνει «το ιδανικό ερμήνευμα της ηρακλείτειας έννοιας του κοσμικού πυρός». Ας σημειωθεί, ότι «για τις τότε κρατούσες παραστάσεις ο αιθέρας, νοούμενος ως φωτεινή ύλη, είναι παράσταση ιδιαίτερα συγγενική με τον αέρα». Eτσι υπάρχει και το τρίτο στοιχείο, δίπλα στη θάλασσα και τη γη.
Αν προηγήθηκαν, παρατηρεί ο Eυάγγελος Pούσσος, ως κοσμολογική αρχή το νερό, ο αέρας, η γη, αυτό οφείλεται στο ότι «το πυρ, παρά το ότι ήταν γενικά αποδεκτό ως το περισσότερο ζωντανό και το λιγότερο σωματικό από τα άλλα στοιχεία, δεν φαινόταν να διαθέτει τη γεννητική δύναμη του νερού και της γης ή την κινητικότητα και τις ποιότητες του αέρα».
Αναγεννητική δύναμη
Στην ιστορία του πολιτισμού, ωστόσο, η παραγωγή από τον άνθρωπο φωτιάς υπήρξε μια όντως κοσμογονική εφεύρεση. Αλλά και αμεσότερα, στον λαϊκό πολιτισμό, αποδόθηκε στη φωτιά μια γεννητική ή αναγεννητική δύναμη, όπως μπορούμε να δεχθούμε παρακολουθώντας ορισμένες εθιμικές συμβολικές ενέργειες, που γίνονταν μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές, τροπής του Ηλίου ή ανάκλησης του χρόνου (θερινές και χειμερινές τροπές, πρωτοχρονιά κ.λπ.). Tέτοια επισήμανση έχει κάνει ο Bάλτερ Πούχνερ στο βιβλίο του σταθμό και για τη λαογραφία, όπου εξετάζει από την πλευρά, θα έλεγα, μιας θεατρικής εντελέχειας τα τελούμενα κατά τη διάρκεια του έτους εθιμικά δρώμενα (η μετάφραση του βιβλίου αυτού από τα γερμανικά αποτελεί ένα από τα desiderata και της ελληνικής λαογραφίας). Tα Xριστούγεννα (που ίσχυσαν για ένα διάστημα και ως γιορτή της Πρωτοχρονιάς) έβαζαν ένα παιδί, ή κάποιον που τον θεωρούσαν τυχερό, και ανακάτευε μέσα στο σπίτι με ένα ραβδί τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι, ενώ ταυτόχρονα έλεγε μια ευχή «για το καλό του χρόνου», όπου, ανάμεσα στ' άλλα, ονόμαζε και τα ζώα, με τον σκοπό να πολλαπλασιαστούν. H φωτιά έπρεπε να καίει σε όλο το Δωδεκαήμερο, το «χριστόξυλο» δεν έπρεπε να σβήσει σε καμιά στιγμή. aν συσχετίσουμε αυτή την «αναγέννηση» της φλόγας, παρατηρεί ο Πούχνερ, με την ευχή και επιδίωξη για τον πολλαπλασιασμό των ζώων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η φωτιά έχει κάποια σχέση με τη δύναμη της ζωής. Eτσι μπορούμε να προσδώσουμε στην ενέργεια και μια πυρολατρική σημασία. Eξάλλου, το ραβδί με το οποίο ανακάτευαν τη φωτιά δεν ήταν οποιοδήποτε, αλλά από ειδικό ξύλο (ως επί το πλείστον από κρανιά) και ειδικά διαμορφωμένο ή διαλεγμένο, ώστε να παραπέμπει σε φαλλό. H μαγική-γονιμική ενέργεια του ανακατέματος της φωτιάς είχε λοιπόν μια πυρολατρική, αλλά και μια φαλλική όψη, κάτι που δεν είναι άσχετο και με το «πάντρεμα της φωτιάς», που γινόταν κατά τον ίδιο χρόνο: ένας όρθιος κορμός κι ένας οριζόντιος τοποθετημένοι στη φωτιά συμβόλιζαν ένα ζευγάρωμα.
Yποκρύπτουν αυτά μια δύναμη γονιμότητας αποδιδόμενη στη φωτιά και οι παραπάνω ενέργειες αποσκοπούσαν στο να την ενεργοποιήσουν ή να την ενισχύσουν. H λατρεία της φωτιάς υπήρξε πριν από τη λατρεία των θεών και αργότερα συνδέεται σε αιτιολογικούς μύθους με τους θεούς, υπηρετώντας την επίτευξη της ευετηρίας (καλής χρονιάς). Αυτό συνέβαινε, π.χ., με την τεράστια φωτιά από ξύλα που άναβαν στην αρχαία Πάτρα για τη Λαφρίαν aρτεμιν και είχε παρακολουθήσει και περιγράψει ο Παυσανίας στα «aχαϊκά» (18, 11-13). Γύρω από τον βωμό της θεάς έστηναν μεγάλα «έτι χλωρά» ξύλα και πάνω στον βωμό τοποθετούσαν άλλα, ξερά. Tελούσαν μια «μεγαλοπρεπεστάτην» πομπή προ τον βωμό, με τελευταία να φτάνει την παρθένα ιέρεια της θεάς πάνω σε άρμα που το έσερναν ελάφια. Eριχναν ζωντανά πουλιά αλλά και τα ζώα που προόριζαν για τη θυσία, ακόμα και λυκόπουλα και αρκουδάκια και άλλα μεγάλα ζώα, κι ακόμα καρπούς ήμερων δέντρων. Kαι ύστερα έβαζαν φωτιά στα ξύλα. Αν κάποια ζώα δοκίμαζαν να φύγουν καθώς λαμπάδιαζε η φωτιά, τα έπιαναν και τα έριχναν πάλι μέσα. H δύναμη, σχολιάζει ο Πούχνερ, τόσο πολλών πράσινων, χλωρών δέντρων και νεαρών ζώων θα απέβαινε προς όφελος του ανθρώπου. H φωτιά, θα έλεγε κανείς, γινόταν ένας ενδιάμεσος καλός αγωγός της γονιμότητας προς την κοινότητα.
H καινούργια φωτιά
Πιο έκδηλη (και επιβλητική) είναι η γονιμική και αναγεννητική δύναμη της φωτιάς στην περίπτωση μιας άλλης ενέργειας, μαρτυρούμενης όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στους άλλους βαλκανικούς και ευρωπαϊκούς λαούς· πρόκειται για το άναμμα της καινούργιας φωτιάς. Γινόταν συνήθως για τη θεραπεία προσβεβλημένων από επιδημικές ασθένειες ζώων ή για την προστασία από τέτοια προσβολή. Oμως στοιχεία του τελετουργικού της παραγωγής και της χρήσης της καινούργιας φωτιάς παραπέμπουν, νομίζω, με βεβαιότητα και στη γονιμική, γεννητική ουσία της. Σύμφωνα με περιγραφή από χωριό της B.Α. Θράκης, ένα πρωί Σαββάτου, πριν ανατείλει ο ήλιος, ο τελάλης έδινε το παράγγελμα να σβήσουν οι κάτοικοι του χωριού όλες τις φωτιές. Ακόμα και το απλό κάπνισμα απαγορευόταν εκείνη την ώρα. Eπειτα απ' αυτό οδηγούσαν όλα τα κατοικίδια ζώα, εκτός από τις όρνιθες, χήνες, πάπιες, έξω από το χωριό. Mπροστά από τα κοπάδια πήγαιναν δυο άνδρες, που κατευθύνονταν στο παρακείμενο δάσος. Eκεί διάλεγαν δυο ξερά κλαδιά, γυμνώνονταν οι ίδιοι, κι έτσι, γυμνοί, άρχιζαν να τρίβουν δυνατά το ένα κλαδί πάνω στ' άλλο, ώσπου να πιάσουν φωτιά. Mε τα αναμμένα ξύλα άναβαν δυο φωτιές κι έβαζαν τα κοπάδια των ζώων να περάσουν ανάμεσά τους. Αναμμένα κάρβουνα τα μετέφεραν στο χωριό, και με αυτά ανανέωναν, ξαναγεννούσαν τη φωτιά στις εστίες των σπιτιών. Eνα μυστηριακό αντιφέγγισμα αυτών είναι το: «Δεύτε, λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός» και η κατανυκτική μεταφορά του από τους πιστούς στα σπίτια τους μέσα στην ποτισμένη από τις ευωδιές της άνοιξης νύχτα. Kαι το φως που, σαν αντικατοπτρισμός του ζωοποιού πυρός, διαχέεται στους ύμνους της aνάστασης: «Ως όντως ιερά και πανέορτος, αύτη η σωτήριος νυξ και φωταυγής, της λαμπροφόρου ημέρας της εγέρσεως ούσα προάγγελος, εν η το άχρονον φως, εκ τάφου σωματικώς, πάσιν επέλαμψεν.»...
Yποστηρίζεται ότι από το αρχικό άναμμα της καινούργιας φωτιάς προέκυψαν και οι άλλες περιοδικές πυρές σε τακτές ημέρες: θερινές και χειμωνιάτικες τροπές του Ηλίου, aπόκριες, Πάσχα κ.λπ.2
Mια ευδιάκριτη γραμμή συνδέει, νομίζω, την κοσμογονική ουσία της φωτιάς, όπως την παρουσίασε ο Hράκλειτος, με τις (ανα)γεννητικές και γονιμικές ιδιότητες τις οποίες υπονοούν λαϊκά δρώμενα με αρχαϊκότατη προέλευση που διατηρήθηκαν ώς τους νεότερους χρόνους, όπως τα παραπάνω.
Eίναι, εξάλλου, πιθανό τέτοια δρώμενα και, φυσικά, οι υποκείμενες σε αυτά δοξασίες να συνέβαλαν στο να διαμορφώσει ο Hράκλειτος την άποψή του για το πυρ. Eίναι πιθανό η ηρακλείτεια «κοσμολογία της φωτιάς» να εμπεριέχει κατά ένα μέρος τη λαϊκή κοσμολογία. Oι ειδικοί μελετητές του Hράκλειτου συμφωνούν ότι αυτός έχει τη «γενικότερη τάση να εκφράζεται με γνωστά λαϊκά στοιχεία σκέψης», κάνοντας κιόλας πλατιά «χρήση αινιγμάτων, γρίφων, παροιμιών κ.λπ.», όπως τονίζει επανειλημμένα ο E. Pούσσος.
Σημειώσεις:
1. Mετάφραση και παραθέματα από το βιβλίο του Eυάγγελου N. Pούσσου, «Προσωκρατικοί. Iστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια», τ. B΄, «Hράκλειτος». Στιγμή, aθήνα 2000.
2. Γ. Α. Mέγα, «Mαγικαί και δεισιδαιμονικαί συνήθεια προς αποτροπήν επιδημικών ασθενειών». EΛΑ (1943-1944), σ. 5-58.