Astrology & Science
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ
Search Google
You are here
Αστρολογία και Αρχαία Επιστήμη
Ο Γερμανός ιστοριοδίφης των αποκρύφων επιστημών Kiswetter, αποδίδει στην αστρολογία προέλευση Ακκαδική. Οι Ακκάδες, χαρακτηρίζονται σαν ο αρχαιότατος λαός της γης, υπήρξαν δε οι πρώτοι ερευνητές των απορρήτων του ουρανίου θόλου. Οι ιερείς των εγκλεισμένοι επί μακρόν στους ναούς, και ευρισκόμενοι σε άμεση επαφή με τη φύση, μελετώντας και παρατηρώντας τα ουράνια φαινόμενα βαθμηδόν εγνώρισαν τις πρώτες αρχές της επιστήμης των κόσμων. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης ομιλεί με υπέρμετρο θαυμασμό περί των αστρολογικών γνώσεων των Χαλδαίων, πράγμα που επιβεβαιώνουν οι νεώτερες ανακαλύψεις της αστρονομίας.
Ο πύργος στο Birs-Nimrud, ο ονομαζόμενος «Ναός των Επτά Φώτων», του οποίου τα ερείπια σώζονται ακόμη και σήμερα, ήταν ένα είδος αστεροσκοπείου με επτά ορόφους, έργο ανεγερθέν υπό του Ναβουχοδωνόσορος. Οι βασιλείς Σαργκών και ο υιός του Ναράμ-Σιν διέταξαν την περισυλλογή όλων των μέχρι τότε σοφών αστρολογικών παρατηρήσεων και συνέταξαν ογκώδες έργο αποτελούμενο από εβδομήντα πίνακες, κληθέν Namao Belli, ήτοι ο πυρσός του Βήλου, και το οποίο κατέστη ο αστρολογικός κώδικας της αρχαίας Χαλδαίας.
Ο γνωστότερος Βαβυλώνιος που μυήθηκε στην αστρολογία ήταν ο Βερώσης, ιερέας του θεού Βήλου, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Μ. Αλεξάνδρου, και ο οποίος μετελαμπάδευσε τις ανατολικές γνώσεις περί αστρολογίας στην Ελλάδα. Λέγεται μάλιστα ότι ίδρυσε και ιδιαίτερη σχολή στην Κω, όπου πιθανότατα εμαθήτευσε ο Θαλής ο Μιλήσιος. Άλλωστε στο απόσπασμα 38 του Ηρακλείτου αναφέρεται:«Δοκεί δε κατά τινας πρώτος αστρολογήσαι [Θαλής] μαρτυρεί δ' αυτώ και Ηράκλειτος και Δημόκριτος», ενώ στο απόσπασμα 105«Ηράκλειτος εντεύθεν ή φησί τον Όμηρον». Περίοπτη ομοίως θέση κατέχει η αστρολογία και στις Ινδίες, όπου οι αστέρες και οι αστερισμοί θεωρούνταν ότι εξασκούσαν επίδραση επί της κανονικής ή μη αναπτύξεως του εμβρύου, επί του καθορισμού του φύλου αυτού, επί του αισίου ή μη αισίου τοκετού, επί της αγαθούς ή δυσμενούς εκβάσεως μιας ασθενείας, επί της ευγονίας και άλλων.
Τα πλέον εμπεριστατωμένα έργα Laghu-Jataka (Sort Birth) και Brhaj-Jataka (Great Birth) του Varahamihira παρέχουν πολλές λεπτομέρειες επί του Ινδικού ωροσκοπίου, κατά το οποίο οι θέσεις των πλανητών τη στιγμή της γεννήσεως, ασκούν επίδραση τόσον επί της τύχης όσον και επί των ψυχικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Οι Ινδοί ιερείς ανήγαγαν την καταγωγή του ζωδιακού κύκλου στο 3102 π.Χ., κατά δε την ημερομηνία αυτή συνέπιπτε έκλειψη ηλίου. Σε πολύ ανώτερο σημείο εξελίξεως στην αστρολογία έφθασαν οι Αιγύπτιοι. Ο θεός Θευθ ή η ενσάρκώσή του επί της γης, ο περίφημος Ερμής ο Τρισμέγιστος, ο θείος μυσταγωγός των ανθρώπων στις επιστήμες, τη διανοητική ζωή και τα καλά της γνώσεως, αναγνωρίζεται ως ο μυθολογικός πατέρας της αστρολογίας. Σε όλα σχεδόν τα αποδιδόμενα στον Ερμή συγγράμματα, γίνεται λόγος περί της συμβολής των ουρανίων δυνάμεων, των πλανητών και των ζωδίων στη γένεση και συντήρηση του κόσμου.
Πολύ αργότερα, 430 χρόνια από της εποχής του Σολομώντος, ο ιατρός του βασιλέως Νεχεψώ Πετόσιρις, διέτριψε πρώτος στην Αστροϊατρική και διετύπωσε την άποψη ότι τα φάρμακα θα έπρεπε να λαμβάνονται από τον ασθενή μόνο σε συμφωνία προς ορισμένες διαμορφώσεις των ουρανίων σωμάτων μεταξύ τους, γεγονός που επιβεβαιώνει η φαρμακευτική εταιρία Knoll στο Orange New Jersey, η οποία αναφέρει στο φυλλάδιο ειδήσεων «Νοσοκομειακή Εστία» ότι: «τα ουράνια σώματα φέρνουν ευδιάκριτα αποτελέσματα επάνω στην οργανική ύλη και παρ’ όλους τους στατιστικούς γρίφους της εποχής μας, θα αποδειχθεί τελικά με ακρίβεια με ποιούς τρόπους τα μαγνητικά πεδία της οργανικής ύλης, μπορούν να αλληλοεπηρεάζονται με τα μαγνητικά πεδία του περιβάλλοντος». Με τον τρόπο αυτόν ο Πετόσιρις έθεσε την ιατρική υπό τα φώτα της αστρολογίας.
Σε επιστολή του προς το βασιλέα Νεχεψώ, περιγράφεται το καλούμενο «Όργανον» ή «Σφαίρα του Πετοσίριδος», η οποία με αριθμητικούς συνδυασμούς προανήγγειλε την έκβαση των νόσων. Ανάλογο όργανο απεδίδετο και στον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Το πρώτο σύγγραμμα περί αστρολογίας με πρακτικό ενδιαφέρον το οποίο κατέχουμε, είναι το τιτλοφορούμενο ποίημα του Αιγυπτίου ιερέα Μανέθωνος «Αποτελεσματικά». ‘Ο Μανέθων έζησε περί το 263 π.Χ., επί της βασιλείας Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου. Το εν λόγω ποίημα περιέχει πλούσιο αριθμό αφορισμών επί των όψεων των ουρανίων σωμάτων μεταξύ τους με ανάλογες ερμηνείες οι οποίες ακόμη και σήμερα είναι σε χρήση. Στην Ελλάδα ήκμασε πολύ ενωρίς η επιστήμη της παρατηρήσεως και μελέτης των ουρανίων φαινομένων. Η αστρολογία όμως γενικεύθηκε μόλις τον Γ π.Χ. αιώνα, ήτοι μετά τους πολέμους του Μ. Αλεξάνδρου, μάλιστα δε με την φυσική σύμμειξη των Ελλήνων με τους λαούς της ανατολής, κυρίως όμως με την έλευση δύο διασήμων αστρολόγων της εποχής εκείνης, του προαναφερθέντος Βηρώσου του Βαβυλωνίου και του Μανέθωνος του Αιγυπτίου.
Οι σοφοί αυτοί, ίδρυσαν στην Ελλάδα κλειστές σχολές αστρολογίας, όπου οι φιλόσοφοι διδάσκονταν την κεκρυμμένη σοφία των διδασκάλων της ανατολής. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ο μεγαλύτερος αστρονόμος της αρχαιότητας μετά τον Ίππαρχο, εμπνεύσθηκε από τις διδασκαλίες όλων αυτών, συστηματοποίησε τις μέχρι της εποχής εκείνης διεσπαρμένες γνώσεις των προκατόχων του και τις κατέγραψε σε δυό συγγράμματα με θαυμαστή μεθοδικότητα και ακρίβεια, ώστε να θεωρούνται σαν η μοναδική αυθεντική πηγή, όχι μόνον της αστρολογίας αλλά και της αστρονομίας επί δεκατέσσαρες αιώνες, ήτοι από του δευτέρου μέχρι του δεκάτου έκτου.
Τα έργα αυτά είναι η Μαθηματική Σύνταξη το αραβιστί γνωστότερο Almagest και το περισσότερον προς την αστρολογία προσκείμενο, ή Τετράβιβλος, ακολουθούμενο από τον «Αποφθεγματικό Καρπό». Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις εφαρμογές των αστρικών φαινομένων στη θεραπευτική όπως διετυπώθηκαν από τους δυό κορυφαίους γιατρούς της αρχαιότητας, τον Ιπποκράτη και το Γαληνό. Και οι δυό, ιδίως όμως ο πρώτος, απέδιδαν ορισμένη επίδραση στη Σελήνη, και προέλεγαν τις κρίσεις οι οποίες θα παρουσιάζονταν επί ενός ασθενούς. Βάση του προσδιορισμού αυτού ήταν τα λεγόμενα «κλιμακωτά έτη». Τα έτη αυτά, είναι το 7ον, 9ον, 18ον, 21ον, 27ον, 28ον, 35ον, 36ον, 42ον, 45ον, 49ον, 63ον, 70ον, 81ον και σχηματίζονται με το συνδυασμό των αριθμών 7 1/2 και 9 1/2, εξαρτώμενα από τις όψεις της Σελήνης και των τυχόν ευμενών ή δυσμενών γωνιών των πλανητών επ’ αυτής κατά τα έτη αυτά μετά τη γέννηση.