Αστρολογία, Μύθος ή Πραγματικότητα;

Πριν αποπειραθούμε να θέσουμε διαλεκτικά το ζήτημα της αστρολογίας είναι ανάγκη να ορίσουμε ποιός είναι ο πιο ακριβής τρόπος της επιστημονικής γνώσεως. Για να αποφύγουμε όμως την κοπιώδη αυτή διαδικασία και εν πολλοίς τη φλυαρία, θα αναφέρουμε τον υπέρ παντός άλλου περιεκτικότατο ορισμό του Αριστοτέλους: «Εν συμπεράσματι λοιπόν καθίσταται φανερόν ότι η σοφία πρέπει να είναι ο περισσότερον εξ όλων ακριβής τρόπος επιστημονικής γνώσεως. Κατ’ ακολουθίαν ο σοφός οφείλει να γνωρίζει όχι μόνο τα προκύπτοντα εκ των βασικών αρχών αλλά να αποδεικνύη την αλήθειαν εν σχέσει και προς αυτάς τας βασικάς αρχάς.

Ώστε η σοφία πρέπει να είναι νους και συνάμα επιστημονική γνώσις, η οποία έχει ως κορωνίδα και ως επιστέγασμα τα περισσότερον εξ όλων πολύτιμα και αξιόλογα πράγματα... διότι φρόνιμον λέγομεν ότι είναι εκείνο, το οποίον εξετάζει και βλέπει ορθώς έκαστον θέμα που έχει σχέσιν με αυτό και εις τούτο το φρόνιμον θα αναθέσωμεν την εξέτασιν αυτών των θεμάτων». Αλλά και η κρίση θα πρέπει να είναι το μέτρο με το οποίο θα στηρίζεται ο κανόνας που θα διέπει την εξέταση του θέματος. Ας θέσουμε λοιπόν το ερώτημα από διαλεκτική άποψη και ας απαντήσουμε αν η αστρολογία αποτελεί ή δεν αποτελεί φυσική επιστήμη, όχι μόνον για όσους έχουν πεισθεί και την παραδέχονται σαν επιστήμη μα και για όσους αμφιβάλλουν, για όσους δεν έχουν πεισθεί και δεν την παραδέχονται σαν τέτοια. Γιατί για να υπάρχει κάτι, να είναι δηλαδή ον έχει ανάγκη αποδείξεως.

Αλλά και το να μην υπάρχει κάτι, να είναι δηλαδή μη ον, έχει επίσης την ίδια ανάγκη αποδείξεως. Αν κάτι είναι ον έστω και για μία ανθρωπίνη διάνοια, όχι αυθαίρετα αλλά κατόπιν σειράς ορθών συλλογισμών, διαλεκτικής διαδικασίας και μαθηματικού λογισμού, δεν θα μπορεί αντικειμενικά το ίδιο πράγμα να είναι μη-ον για τους λοιπούς, χωρίς αυτό να αποτελεί λογική αντίφαση και υπαγωγή στην Πρωταγόρειο υποκειμενικότητα του «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος εστι, των μεν όντων ως έστι των δε ουκ όντων ως ουκ έστι». Δηλαδή θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα αν το ζήτημα της αστρολογίας είναι ζήτημα που για άλλους φαίνεται πως είναι υπαρκτό ενώ για άλλους πως είναι ανύπαρκτο, ή να ερωτήσουμε αν ανεξαρτήτως πως φαίνεται στους μεν και πως στους δε, έχει πράγματι κάποια μόνιμη φύση κάποια αφ’ εαυτής σταθερότητα, κατά την Πλατωνική αντίληψη.

Αλλά σύμφωνα με την θέση του Πρωταγόρα υπάρχουν πολλές κατηγορίες ανθρώπων αφού το πράγμα είναι τέτοιο όπως στον καθένα φαίνεται. Αν συνοψίσουμε τις κατηγορίες αυτές σε δυό, δηλαδή σε όσους πιστεύουν και σε όσους δεν πιστεύουν, και αν πούμε πως οι πρώτοι είναι έμφρονες οι δε άλλοι άφρονες ή και τανάπαλιν, τότε σίγουρα έχουμε αντίφαση αφού το ίδιο πράγμα φαίνεται να είναι αληθές και ψευδές ταυτόχρονα, πάντως είναι τέτοιο όπως υποπίπτει στην αντίληψη του καθενός, και όχι όπως αυτό καθ’ εαυτό εκ της φύσεώς του είναι. Αλλά πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να εξετάσουμε αν η γνώση είναι ίδιο των εμφρόνων ή των αφρόνων και αν το συμφέρον της γνώσεως ανατείνει σε κάτι ανώτερο και διασφαλίζει την απόκτηση των αγαθών στους έμφρονες, αν αυτοί δικαίονται της απολαύσεως των αγαθών ή στους άφρονες, αν αυτοί έχουν μερίδα μετοχής σ’ αυτό.

Πριν να προχωρήσουμε στο συλλογισμό αυτό θα πρέπει να διατυπώσουμε την άποψη που χαρακτηρίζει όσους αρνούνται την ύπαρξη της αστρολογίας, περαιτέρω δε περί της ωφελείας αυτών ένεκα της αρνήσεώς των. «Χαρακτηριστικό γνώρισμα του φρονίμου ανθρώπου, λέγει ο Αριστοτέλης, φαίνεται ότι είναι το να δύναται να σκέπτεται ορθώς εν σχέσει προς τα αγαθά και τα συμφέροντα τα οποία αφορούν εις αυτόν τον ίδιον, όχι όμως τα επί μέρους αγαθά και συμφέροντα, αλλά τα αγαθά και συμφέροντα εις αυτόν προς εξασφάλισιν της καλής του καθ’ ολοκληρίαν διαβιώσεως.

Απόδειξις δε τούτου είναι ότι και τους σκεπτομένους ορθώς εν σχέσει προς κάποιο οιονδήποτε θέμα, τους ονομάζομεν φρονίμους όταν κάμουν ορθούς υπολογισμούς προς επίτευξιν κάποιου καλού τελικού σκοπού, ως προς τα πράγματα περί των οποίων δεν υπάρχει τεχνική ικανότης. Κατ’ ακολουθίαν φρόνιμος γενικώς είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει την ικανότητα να σκέπτεται. ουδείς όμως άνθρωπος σκέπτεται περί των πραγμάτων τα οποία είναι αδύνατον να έχουν κατά διάφορον τρόπον από ό,τι είναι... Άρα εις την εξέτασιν του κάθε πράγματος είναι η φρόνησις ως ψυχική αρετή και διάθεση ως προς πρακτική ενέργεια σε σχέση με τα ανθρώπινα αγαθά η οποία είναι αληθινή και υπαγορεύεται υπό λογικής».

Άρα πρέπει να αποδείξουμε όχι μόνον με την επιστήμη αλλά και με τη φρόνηση, διότι όπως προαναφέρθηκε μια τέτοια διατύπωση θα είχε βαρύτητα σε σχέση με την αντίθετή της, δηλαδή από εκείνη που θα ήταν απόρροια αφρόνου λογικής. Και προσιδιάζει περισσότερο στα γνωρίσματα της φρονήσεως η εξαγωγή συμπερασμάτων κατόπιν λογικών συλλογισμών παρά η εξαγωγή συμπερασμάτων με την απουσία όχι μόνον λογικών συλλογισμών αλλά συλλογισμών εν γένει. Και αυτό είναι το δικό μας χρέος, να αποδείξουμε όχι πως η αστρολογία εκλαμβάνεται από όσους την πιστεύουν ή από όσους δεν την πιστεύουν, μα όπως από την φύση της πραγματικά είναι.

Θα αντιμετωπίσουμε τους αρνητές με τον ισχυρισμό του Αριστοτέλους περί της μεσότητας που καθορίζεται από τον ορθό λόγο. «Εάν όμως γνωρίζει κανείς μόνον αυτό, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει τίποτα περισσότερο, εκείνος ο οποίος εάν ερωτηθεί ποία φάρμακα πρέπει να δίδωμε εις το σώμα θα απαντήσει ότι πρέπει να δίδωμεν όσα διατάσσει η ιατρική επιστήμη και καθώς παραγγέλλει ο άνθρωπος ο οποίος κατέχει αυτή την επιστήμη. Δια τούτο και εν σχέσει προς τας ιδιότητας της ψυχής ως ενεργητικάς εκδηλώσεις πρέπει όχι μόνον να έχωμεν είπει την αλήθειαν περί αυτών, αλλά και να προσδιορίσωμεν προσέτι ποίος είναι ο ορθός λόγος και ποίος είναι ο κανών, ο οποίος προσδιορίζει αυτόν».

Άρα λοιπόν, στο παράδειγμα αυτό δεν κάμνει κανείς τίποτα άλλο παρά να λέγει την αλήθεια, αφού ανάγει την αρμοδιότητα στην ιατρική επιστήμη και δεν καθορίζει σαφώς ο ίδιος και τα φάρμακα, οπωσδήποτε όμως γνωρίζει σε ποιά επιστήμη ανάγεται το ζήτημα. Αυτός λοιπόν που έτσι ενεργεί λαμβάνει στην ενέργειά του σαν μέτρο τη μεσότητα που ορίζεται από τον ορθό λόγο. Αν λοιπόν έτσι ενεργεί κανείς και με το ζήτημα της αστρολογίας, τότε ορθά ενεργεί και σύμφωνα με τις υπό του ορθού λόγου οριζόμενες μεσότητες, αν όμως δεν ανάγει το ζήτημα στην αρμόδια επιστήμη τότε σύμφωνα με τα παραπάνω να μην συμπεριληφθεί η άποψή του στην αποδεικτική διαδικασία που ορίζεται από τη διαλεκτική του ορθού λόγου και της φρονήσεως.

Αν όπως ισχυρίζεται ο Πλάτωνας στον Κρατύλο, «η ορθότητα της ονομασίας βρίσκεται φυτεμένη από τη φύση μέσα σε κάθε ον κι ότι τούτη η ονομασία δεν είναι εκείνη που δίνουν στο πράγμα ύστερα από συμφωνία πως να το ονομάζουν, προσθέτοντας και ένα κομμάτι της φωνής τους μα ότι υπάρχει φυσικά κάποια ορθότητα των ονομασιών τόσον στους Έλληνες όσον και στους βαρβάρους όμοια σε όλους», εμείς θα προσπαθήσουμε αναζητώντας την φύση της αστρολογίας, αφού την αποκαλύψουμε, να παραδεχθούμε την ορθότητα ή την μη ορθότητά της, οπότε και θα μπορέσουμε να την συναπαριθμήσουμε στον κύκλο του επιστητού, ή να την απορρίψουμε σαν ανυπόστατη.

Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία του Πλάτωνος φαίνεται να είναι αδύνατο το ίδιο πράγμα να είναι τέτοιο και αντίθετο συγχρόνως, είναι δηλαδή αδύνατο την ίδια στιγμή η αστρολογία να είναι μεν για άλλους επιστήμη για άλλους όμως να αποτελεί ψεύδος και ουτοπία, δηλαδή συγχρόνως να είναι πραγματικότητα και μη πραγματικότητα. «Παρεδέχθημεν λοιπόν, λέγει, ότι η αυτή ψυχική δύναμις είναι αδύνατον να σχηματίζει την αυτήν στιγμήν δια το αυτό πράγμα αντιθέτους αντιλήψεις». Την ίδια γνώμη διατυπώνει και ο Αριστοτέλης: «Είναι αδύνατο, λέγει, μια ιδιότητα ταυτόχρονα να υπάρχει και να μην υπάρχει στο ίδιο πράγμα και στην ίδια σχέση.

Γιατί είναι αδύνατον για έναν να θεωρεί ότι το ίδιο πράγμα είναι και δεν είναι… Και αν είναι αδύνατον αντίθετες ιδιότητες να ανήκουν ταυτόχρονα στο ίδιο πράγμα (οι συνήθεις προσδιορισμοί πρέπει να υπάρχουν στις προτάσεις του συλλογισμού), και μία γνώμη που αντιφάσκει προς μία άλλη είναι αντίθετη προς αυτήν, τότε είναι φανερό πως είναι αδύνατον για το ίδιο πρόσωπο να υποθέσει ότι ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα υπάρχει και δεν υπάρχει». Άρα φαίνεται πως τα πράγματα καθ’ εαυτά έχουν μία μόνιμη φύση που είναι ανεξάρτητη από την δική μας πεποίθηση και καθόλου δεν επηρεάζεται από τη φαντασία μας, τη γνώμη μας και την παραδοχή μας, πως έχουν μια πρωταρχική αμετάβλητη ουσία από την οποία έχουν πλασθεί. Και αν τα πράγματα πλάσθηκαν σύμφωνα με τη δική τους φύση και είναι σταθερά, άρα και οι ενέργειές τους πλάσθηκαν με τρόπο όμοιο. Αν δηλαδή η αστρολογία σαν επιστήμη ή μη επιστήμη πλάσθηκε σύμφωνα με τη δική της φύση να είναι σταθερά, άρα και οι ενέργειές της πλάσθηκαν με τον ίδιο τρόπο, ώστε να αποτελούν μια ενότητα. Γιατί δεν θα ήταν σώφρον να διαχωρίσουμε την αστρολογία από τις ιδιότητές της αλλά ούτε και να αποδώσουμε στη μεν αστρολογία σταθερότητα, στα δε γνωρίσματά της ή στα μέρη της αστάθεια και μεταβλητότητα.

Άρα οι ενέργειες που πηγάζουν από την αστρολογία, κινούνται σύμφωνα με τη δική τους φύση και όχι σύμφωνα με την θέση που ο καθένας παίρνει, ανάλογα με τη θεώρηση και την παραδοχή του ή ανάλογα με τη σκέψη και τη φαντασία του. Σύμφωνα πάλι με την Πλατωνική αντίληψη το να λέμε κάποιο όνομα, είναι πράξη, ενέργεια δηλαδή, άρα πρέπει να παραδεχθούμε επαγωγικά πως και η αστρολογία είναι ενέργεια. Αν δεχθούμε το γεγονός πως η φύση είναι ιδιαίτερα φειδωλή ακόμα και αρνούμενη ως προς το να εμπεριέχει πράγματα χωρίς αυτά να παράγουν έργο, κατά συνέπειαν τελείως άχρηστα, μα πως η φύση δημιουργεί ή εμπεριέχει πράγματα που με την ενέργειά τους θα την εξυπηρετούν, τότε η αστρολογία, αν είναι δημιούργημα της φύσεως, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού θα είναι ενέργεια τόσον κατά το όλον όσον και κατά τα μέρη που την συνιστούν, αφού οπωσδήποτε θα εξυπηρετεί τη φύση. Αλλά ας διατρίψουμε στο να αποδείξουμε αν η αστρολογία εκ φύσεως υπάρχει, ως κάποια επιστήμη, ή ως κάποιο όργανο, ή ως κάποιο μέσον που εξυπηρετεί κάποιον σκοπό.

Αν δεχθούμε σαν αξίωμα, ότι κάθε πράγμα είτε ιδεατό είτε υλικό έρχεται σε ύπαρξη άμα τη εκφωνήσει του ονόματός του, όπως όλες οι κοσμογονίες διατείνονται μηδέ εξαιρουμένης της Χριστιανικής, που με σαφήνεια διατυπώνεται τόσο στην Παλαιά όσον και στην Καινή Διαθήκη, έτσι και η αστρολογία, αν είναι σύλληψη κάποιου Δημιουργικού Νου, ο οποίος είχε την ικανότητα και την ιδιότητα να ονοματοθετεί, τότε μέσα στην σύλληψη του ονόματος εγκλώβισε, κατά μίαν έννοιαν, και όσες ιδιότητες ή ενέργειες ήθελε να προσάψει στην αστρολογία. Αποτύπωσε επίσης κατά την εκφώνηση και όλους εκείνους τους σκοπούς που σαν πρότυπο είχε και που θα επιτελούσε η αστρολογία σαν υπαρκτή ιδέα και επιστήμη. Γιατί το να μην επιτελή κάποιον ή κάποιους σκοπούς είναι αδιανόητο, διότι ο Δημιουργός δεν δημιουργεί άνευ σκοπού και εις μάτην, αφού εκ της ουσίας του δημιουργεί το παν, κατά συνέπειαν αδυνατούμε διαλεκτικά να υποθέσουμε ότι άνευ σκοπού διαθέτει την ουσία του, αλλά τόσον τα ονόματα όσον και οι ιδιότητες αυτών δεν είναι παρά ενέργειες και κατά συνέπειαν έχουν δυναμική υπόσταση ενέχοντας εν εαυτοίς την ιδιότητα του δημιουργείν, ήτοι την ιδιότητα εκ της φύσεώς των να παράγουν έργο. Αυτό αποδεικνύεται με τη θεωρία των αρχών και του αιτίου.

Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τρία είδη αιτίων. Την ύλη, τον τεχνίτη και τη μορφή, στα οποία προσθέτει και ένα τέταρτο, το σκοπό. Για την κατασκευή αγάλματος το μάρμαρο (η ύλη) είναι το πρώτο αίτιο, αφού δεν θα κατασκευάζονταν ποτέ χωρίς αυτό το υλικό. Δεύτερο αίτιο είναι ο τεχνίτης, διότι το μάρμαρο δεν θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή του αγάλματος χωρίς αυτόν. Τρίτο αίτιο είναι η μορφή του αγάλματος αφού χωρίς αυτήν δεν θα αποτυπώνονταν ποτέ η εικόνα του θεού ή του προσώπου που παριστά το άγαλμα. Το τέταρτο αίτιο είναι ο σκοπός του αγάλματος άνευ του οποίου το άγαλμα δεν θα εδημιουργείτο. Σκοπός δε είναι εκείνο που παρακίνησε τον τεχνίτη ώστε να επιδιώξει την απόκτησή του μέσω αυτού του αγάλματος.