Ορισμός και αναγκαιότης των συμβόλων

Σε όλες τις λατρείες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, το σύμβολο χρησίμευσε ως βοήθημα για την επίτευξη της αρμονίας του ανθρώπου με το θείον. Με τη συνειδητή ταύτιση με το σύμβολο, επιτυγχάνεται πλήρης γνώση των νόμων που περικλείονται σ’ αυτό και έτσι είναι εφικτή η προσέγγιση του ανθρώπου με το θείον. Ένα σημείο στηρίξεως πρέπει να είναι απόλυτα κατανοητό από το μύστη, σε βαθμό ώστε να συγκεντρώνη με ένα βλέμμα ολόκληρη τη διανοητική δύναμη και τη φιλοσοφία. Έτσι δια της γνώσεως αντλείται θέληση και πίστη που είναι αναγκαία στην προβολή της δυνάμεως του δημιουργείν. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το σύμβολο αποκτά για μας την αληθή του τάξη και την πραγματική του δύναμη, μόνον κατόπιν βιώματος του συμβόλου. Προ του γεγονότος τούτου, η σημασία του συμβόλου αξιοποιείται καθαρά λογικά, δια των εντυπώσεων που προέρχονται εσωτερικά, οι οποίες καθ’ οιονδήποτε τρόπον, π.χ. με τη διδαχή μιας θρησκευτικής κοινότητας, μας προβάλλονται και που γίνονται αποδεκτές απλώς δια της λογικής και εναποτίθενται στη μνήμη μας. Μόνο δια της βιώσεως του συμβόλου, επιτυγχάνεται κάποια ταύτιση μετά του πραγματικού συμβόλου, δηλαδή εκείνου το οποίο ενσαρκώνει το σύμβολο, το οποίο όχι σπάνια ευρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την μέχρι τούδε ιδέα που είχαμε περί αυτού. Συνεπώς κατά βάσιν κάθε απόπειρα ενασχολήσεως με μία «Επιστήμη της Συμβολικής» είναι φαντασίωση, εν όσω αυτή δε βασίζεται ταυτόχρονα επί της πείρας που προέρχεται από το βίωμα του συμβόλου.