Η Θεραπευτική Δύναμη του Λόγου

Για τους Αιγυπτίους τίποτα δεν μπορούσε να αχθή σε πραγματική ύπαρξη, αν δεν είχε προσφωνηθή με το όνομά του. Για το λόγο αυτόν οι τελετουργικές λέξεις και φράσεις έπαιζαν σημαντικώτατο ρόλο στη ζωή των Αιγυπτίων, όπου το καθιερωμένο όνομα του αντικειμένου ή του όντος ήταν άρρηκτα συνυφασμένο με το ΚΑ του και αποτελούσε μια ψυχική σύνθεση ολόκληρης της προσωπικότητας. «Άμα τη επικλήσει του αληθινού ονόματος αι δυνάμεις του ΚΑ του καλουμένου ριγούν». Για την αιτία αυτή οι Αιγύπτιοι απέκρυπταν το πραγματικό τους όνομα με ένα ψευδώνυμο, ώστε να μην μπορέσουν οι εχθροί τους να το χρησιμοποιήσουν για να γοητεύσουν ή να φθείρουν το ΚΑ αυτών.

Από αυτά συνάγεται ότι οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν το Σύμπαν ως πνευματική δημιουργία, της οποίας η αρχή της ζωής εδρεύει στην αστείρευτη δράση του θείου Λόγου. Την ίδια αντίληψη απαντούμε στην Αλεξανδρινή φιλοσοφία που εδραιώθηκε πολύ μεταγενέστερα, ακόμη και στους Ινδούς, τους Ασσυροβαβυλωνίους, τους Εβραίους και τους Κινέζους.

Αλλά και στους Σουμερίους και στους Βαβυλωνίους τα ονόματα των θεών παραμένουν απόρρητα, από φόβο μήπως γίνη κατάχρηση και δέσμευση της δυνάμεώς των από κακόβουλους ανθρώπους. Για το λόγο αυτό γίνεται χρήση περιφράσεων, όπως Εν-Ζου (ο Κύριος της γνώσεως), Μπελ (ο Κύριος), Έα (ο οίκος του ύδατος).

Τόσον πρωταρχικής σημασίας είναι ο Λόγος (Ήχος), ώστε σε όλες τις κοσμογονίες η Δημιουργία γίνεται μέσω αυτού. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος∙ ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν∙ πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν∙ εν αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων∙ και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν», λέγει ο Ιωάννης. Το Ζοχάρ αναφέρει ότι: «ο Λόγος, όστις εκδηλούται κατά την αρχήν της δημιουργίας της ύλης, υπήρξεν ήδη προ αυτής υπό μορφήν σκέψεως». Στη Σαταπάθα Βραχμάνα υπογραμμίζεται ότι «διαρκούντος του έτους ηθέλησεν να ομιλήση (ο Πραγιαπάτι). Επρόφερε “Μπουρ” και η γη ενεφανίσθη, είπε “μπουβάρ” και ο αιθήρ ενεφανίσθη, είπε “σβαρ” και ο ουρανός ενεφανίσθη». Προσωποποίηση του δημιουργού θεού ως Λόγου ήταν ο θεός Θωθ (ο Ερμής των Ελλήνων), ο ευρέτης της γραφής, των επικλήσεων και των εξορκισμών, παράλληλα προς τη θεά Ίσιδα.

Ο σύγχρονος Ινδός διδάσκαλος Sri Aurobindo σχολιάζοντας την Kena Upanishad λέγει: «Ο Λόγος είναι κατ’ εξοχήν δημιουργός δύναμις. Δια του Λόγου ο Βράχμα δημιουργεί απάσας τας μορφάς του Σύμπαντος. Κάθε δημιουργία είναι έκφρασις του Λόγου, αλλά η εκφραζομένη μορφή δεν είναι παρά σύμβολο ή αναπαράστασις της υπαρχούσης ιδέας, ήτοι του πραγματικού όντος. Η πραγματικότης αύτη είναι ο Βράχμα. Ο Βράχμα εκφράζει δια του Λόγου μίαν μορφήν ή αναπαράστασιν αυτού του ιδίου εντός των αντικειμένων των αισθήσεων και της συνειδήσεως που αποτελούν το σύμπαν, ακριβώς όπως η ανθρωπίνη ομιλία δια των λέξεων εκφράζει την νοεράν εικόνα των αντικειμένων. Ο Λόγος ούτος είναι δημιουργός κατ’ έννοιαν βαθυτέραν και πρωταρχικωτέραν από τον ανθρώπινον Λόγον και κατά τοιαύτην ισχύν, ώστε και η εντονωτέρα δημιουργικότης του ανθρωπίνου λόγου να δύναται μόνον ασθενή και απομεμακρυσμένην αναλογίαν να παράσχη. Μία τόσον περιορισμένη ισχύς, ουδεμίαν ιδέαν δύναται να δώση περί της πρωταρχικής Δημιουργικής δυνάμεως, την οποίαν οι αρχαίοι διανοηταί απέδιδον εις τον Λόγον του Θεού».

Με τις ανωτέρω θεωρήσεις του Ινδού σοφού, αναγνωρίζονται σαφώς οι βάσεις της συγγένειας μεταξύ του πρωταρχικού θείου Λόγου και του ανθρωπίνου Λόγου, έστω και αν ο τελευταίος αναγνωρίζεται ως ασύγκριτα ασθενέστερος του πρώτου. Και οι δυό είναι δημιουργικοί. Αντελήφθηκε όμως ο άνθρωπος τη συγγένεια αυτή και χρησιμοποιεί πάντοτε καθημερινά το δώρο αυτό του λόγου, ώστε να αντανακλά και να εκπροσωπή επάξια και αδιάλειπτα το θείο εκείνο Λόγο; Μήπως οι λόγοι είναι μάταιοι, αρνητικοί και καταστρεπτικοί; Μήπως το ουράνιο αυτό δώρο το βεβηλώνει κάθε στιγμή με λέξεις που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με φράσεις που εγκυμονούν κινδύνους για την διάδοση και την επικράτηση της αγάπης; Η ομιλία που θα έπρεπε να αποτελή το κάτοπτρο του θείου Λόγου και να διατυπώνη μόνο δημιουργικές ιδέες, αλλοιώθηκε και περιέπεσε σε εξαθλίωση, ώστε μόνο την αταξία και το χάος διασπείρει.

Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος διδάσκει: «Πρόσεξε τώρα, ω τέκνον, και το εξής. Ο Θεός εχάρισεν εις τον άνθρωπον, μόνον μεταξύ των άλλων θνητών ζώων, τον νουν και τον λόγον, τα οποία είναι ισότιμα προς την αθανασίαν (ο άνθρωπος κέκτηται ομοίως και τον προφορικόν λόγον). Εάν λοιπόν ο άνθρωπος χρησιμοποιήση τα δώρα ταύτα όπως πρέπει, κατ’ ουδέν θα διαφέρη από τους αθανάτους, αλλά μάλλον, όταν κάποτε εξέλθη του σώματος, θέλει οδηγηθή παρ’ αμφοτέρων εις τον χορόν των θεών και των μακάρων».

Αφού όμως το αληθινό όνομα των ανθρώπων καθιστάμενο γνωστό μπορούσε να έχη τέτοια αποτελέσματα, με τον ίδιο τρόπο τα μυστικά ονόματα των θεών παρείχαν σ’ εκείνον που τα γνώριζε τεράστια ισχύ. Με την επίκληση του αληθινού ονόματος του Θεού, οι δυνάμεις που συμβολίζονταν μ’ αυτό ετίθεντο στη διάθεση του επικαλουμένου. Τα ονόματα συνίστανται από γράμματα τα οποία έχουν μια αριθμητική αξία, που ανταποκρίνεται στην εσωτερική σημασία τους, προκαλεί κραδασμούς, απηχεί στην ψυχή του θεουργού, την εκλεπτύνει και την καθοδηγεί στον αρμονικό συντονισμό της με τις ιδιότητες των ονομάτων, με τις οποίες ταυτίζεται, συμμείγνυται και εκδηλώνεται.

Να πως ερμηνεύει ο Κορνήλιος Αγρίππας τη δύναμη των ονομάτων και των λέξεων: «Η δύναμις ενός φυσικού πράγματος προβαίνει εκ του αντικειμένου προς τα αισθητήρια, εκείθεν εις την φαντασίαν, μετά εις την νόησιν, ήτις την συλλαμβάνει κατά πρώτον, μεθ’ ο την εκφράζει δια του λόγου και των λέξεων. Η λέξις και το όνομα, κατά τους Πλατωνικούς, αποτελούμενα εκ των συλλαβών των, περικλείουν αυτήν ταύτην την δύναμιν του πράγματος, υπό την μορφήν της σημασίας του και ως λανθάνουσαν ζωήν, την οποίαν το πνεύμα συλλαμβάνει ως ένα σπόρον εκ του οποίου τα όντα προέρχονται και το οποίον είτα φέρει εις φως εκφράζον δια του λόγου ή των λέξεων και το οποίον ακόμη διατηρεί δια των γραφικών χαρακτήρων».

Δηλαδή η μαγική δύναμη του λόγου οφείλεται στη σχέση του με το ονομαζόμενο πράγμα, σχέση η οποία εδρεύει στην ανθρώπινη διάνοια. Συνεπώς η λέξη ή το όνομα αποτελεί τρόπον τινά την ιδέαν του πράγματος στο νου του Δημιουργού, ενώ οι μαγικές ιδιότητες κάθε πράγματος έχουν την πηγή τους στη μορφή της ιδέας του ονόματος, η οποία είναι η ιδεατή σύλληψη του προς δημιουργίαν ονομαζομένου αντικειμένου υπό του δημιουργού του. Η ιδεατή αυτή σύλληψη, δηλαδή η θεία ιδέα, ή ακόμη, η αναπαράσταση του προς δημιουργίαν αντικειμένου στη δημιουργική διάνοια, κέκτηται μια πνευματική ατομικότητα και ένα όνομα. «Το όνομα συνεπώς μετέχει των αρετών των θείων ιδεών, είναι το σπέρμα της μορφής των όντων, είναι η αιτία της υλικής εκδηλώσεως των μορφών των όντων και η έδρα των ιδιοτήτων αυτών. Η παντοδυναμία της δυνάμεως αυτής ανήκει μόνο στο θείο Νου, γι’ αυτό και οι λέξεις, τα ονόματα γενικώτερα, ο Λόγος, κέκτηνται δημιουργικών ιδιοτήτων παρά τω Θεώ ή Δημιουργώ».

«Η ιδέα της μαγικής ενεργείας των λέξεων, γράφει ο Ιταλός Arturo Castiglioni, η αξία του συμβόλου, η τελειότης και η βαθυτέρα σημασία των αλφαβητικών στοιχείων των ιερών γλωσσών, τα οποία απετέλουν τα θεμέλια της αρχαίας μυήσεως, αναπηδούν υπό νεωτέραν, υψηλοτέραν, ευρυτέραν και πληρεστέραν μορφήν, από εκείνην του προσφάτου παρελθόντος. Η αξία των γραμμάτων, των λέξεων και των συμβόλων, επήγαζεν εκ της παραδόσεως του απορρήτου και της πνευματικής επικοινωνίας μεταξύ των εκλεκτών και μεμυημένων. Επί της βάσεως ταύτης οικοδομήθηκε ολίγον κατ’ ολίγον ένα πλήρες σύστημα επιδιώκον την επάνοδον εις το πνεύμα, την λογικήν της ανθρωπότητος και την επιστροφήν εις τον θετικόν τρόπον του σκέπτεσθαι της ελληνικής φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως της πυθαγορείου. Η ερμηνευτική του συμβόλου και του Λόγου, όπως και εκείνη του Μεγάλου Έργου των Αλχημιστών και οι υπολογισμοί των αστρολόγων, καθίσταται φιλοσοφικώς εδραία και προσπαθεί να παρέξη φυσικήν εξήγησιν. Η παρατήρησις της φύσεως, η οποία αρχίζει να εδραιούται ως θεμελιώδες στοιχείο της ερεύνης, κατακτά τα πνεύματα».