Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II
Όλοι οι άνθρωποι σήμερα απομακρύνονται από την αλήθεια και τη δικαιοσύνη ολοκληρωτικά• δοσμένοι στη φιλοδοξία και τη δόξα, οι δύστυχοι ανόητοι. Όσο μεγάλη δόξα, δύναμη και εξουσία όμως κι αν αποκτήσουν, όπως ο ωραιότερος πίθηκος που είναι άσχημος όταν συγκρίνεται με το γένος των ανθρώπων, έτσι και αυτοί, οι ανόητοι, που φαντάζουν μεταξύ τους σοφοί, πρέπει να γνωρίζουν ότι και ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με το θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ’ όλα τ’ άλλα. Ακόμα και αυτοί, όταν πεθάνουν τους περιμένουν πράγματα που δεν τα ελπίζουν και δεν τα υποθέτουν, αφού δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σαρκίο κενό ψυχής, αληθινά πτώματα, τα οποία, είναι πιο πολύ για πέταμα από την κοπριά. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να μεταστραφούν, να μιλούν με νου και να στηρίζονται σ’ αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό• γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει.
Ο Ηράκλειτος είναι ένας εκ των μεγαλυτέρων Ελλήνων φιλοσόφων που γεννήθηκε και έδρασε στην Έφεσο περί το 544 π.Χ. Ο θάνατός του δεν έχει ορισθεί επακριβώς. Αν λάβουμε όμως υπ’ όψιν ότι η ακμή του συμπίπτει με την 69η Ολυμπιάδα (504-501 π.Χ.) και ότι έζησε 60 έτη, μπορούμε να δεχθούμε ότι πέθανε περί το 484 π.Χ. Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή Ηράκων. Ανήκε στο γένος των Ανδροκλειδών, εκείνων δηλαδή που υπό την αρχηγία του Ανδρόκλου, του γιου του Βασιλέα των Αθηνών Κόδρου, ξεκίνησαν από την Αθήνα και έκτισαν στην Ιωνία την Έφεσο. Αριστοκράτης στην καταγωγή, ήταν αντίπαλος τόσο της τυραννίας, όσο και της δημοκρατίας. Πήρε μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του, στο πλευρό πάντοτε των αριστοκρατών, καταδικάζοντας την αρχή της ισότητας. Θεωρείτο από τους πιο βαθυστόχαστους φιλοσόφους στην εποχή του, αλλά και σήμερα κατατάσσεται, μαζί με το Δημόκριτο, στους προδρόμους των σύγχρονων φυσικών επιστημών.
Η ζωή του είναι απλή και διαφορετική από τη ζωή πολλών. Πρώτος χωρίζεται ριζικά από τον κόσμο και ζει μόνος τη ζωή της σκέψεως και της ελευθερίας, είναι δε τέτοια η εκτίμησή του προς την ελεύθερη και αυθυπόστατη προσωπικότητα, ώστε τη θεωρεί πιο σημαντική μυρίων συνήθων ανθρώπων• «εις εμοί μύριοι, εάν άριστος ήι». Στον Ηράκλειτο, κατά πρώτον ευρίσκουμε την ευγένεια και το υπέροχο ήθος που διακρίνουν τους φιλοσόφους της Ελλάδος. Η σχέση του με τους συμπολίτες του, τους Εφεσίους, υπήρξε αρνητική, και κυρίως αφ’ ότου αυτοί εξόρισαν το φίλο του Ερμόδωρο, τον άριστο Εφέσιο άνδρα, με τη δικαιολογία ότι δεν πρέπει κανείς αναμεταξύ τους να είναι άριστος. Ο Ηράκλειτος μέμφεται τον όχλο ως άφρονα και ανόητο όχι από υπεροψία, αλλά από γνώση.
Όταν οι συμπολίτες του τον κάλεσαν να αναλάβει τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων δεν δέχθηκε, διότι δεν ήταν σύμφωνος ούτε προς τους καθεστώτας νόμους ούτε προς τον τρόπο της διοικήσεως της πόλεως. Ο Αντισθένης λέγει, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ότι εκχώρησε τη βασιλεία στον αδελφό του. Η περιφρόνηση του Ηρακλείτου προς τις σπουδές και τις ασχολίες των ανθρώπων, εκφράζεται εντονότατα στην επιστολή του προς τον Δαρείο τον Υστάσπους, ο οποίος ενδιαφέρθηκε πολύ να μετάσχει της σοφίας του φιλοσόφου και για τον λόγο αυτόν τον προσκάλεσε στο βασιλικό του οίκο. Ο Ηράκλειτος απάντησε, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ως εξής: «Οκόσοι τυγχάνουσιν όντες επιχθόνιοι της μεν αληθηίης και δικαιοπραγμοσύνης απέχονται, απληστίη δε και δοξοκοπίη προσέχουσι κακής ένεκα ανοίης• εγώ δ' αμνηστίην έχων πάσης πονηρίης και κόρον φεύγων παντός οικειούμενον φθόνω και δια το περιίστασθαι υπερηφανίην ουκ αν αφικοίμην εις Περσών χώρην, ολίγοις αρκεόμενος κατ' εμήν γνώμην».
Κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ο Ηράκλειτος ήταν αυτοδίδακτος, χωρίς όμως αυτό να είναι ακριβές. Το βέβαιο είναι ότι αποκήρυξε την πολυμάθεια, ενώ κατέκρινε τον Πυθαγόρα και άλλους γι’ αυτήν. Σε αντίθεση με την πολυμάθεια τονίζει την επιστροφή εντός του εαυτού και την εμβάθυνση στην ίδια την ψυχή. Αυτό σημαίνει ο λόγος του Ηρακλείτου, «διζήσασθαι και μαθείν πάντα παρ’ εαυτού». Ο Ηράκλειτος είναι γνωστός ως ο σκοτεινός φιλόσοφος. Οι απλοϊκοί πίστευαν ότι έγραφε σκοτεινό λόγο για να μην τον εννοούν οι πολλοί προς τους οποίους είχε σχέση αρνητική. Την ίδια γνώμη έχει και ο Κικέρων. Αλλά το βέβαιο είναι ότι ο Ηράκλειτος δεν φρόντισε καθόλου να καλλιεργήσει τον τρόπο της εκφράσεώς του, πράγμα σύνηθες σε πολλούς φιλοσόφους. Ένεκα δε αυτών, όλα τα φιλοσοφήματά του είναι για τους πολλούς σκοτεινά.
Στους σκοτεινούς φιλοσόφους ανήκουν και ο Πλωτίνος και ο Έγελος. Ο Αριστοτέλης αποδίδει τη σκοτεινότητα της εκφράσεως του Ηρακλείτου σε γραμματικές ελλείψεις, διότι δεν ξέρουμε, έλεγε, αν μια λέξη αναφέρεται σ’ αυτό που προηγείται ή σ’ αυτό που ακολουθεί, αφού στα κείμενά του παραλείπει να κάνει στίξη. Για παράδειγμα στο απόσπασμα «του δε λόγου τουδ᾽ εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι», δεν ξέρουμε σε τι αναφέρεται η λέξη αεί. Ο Σωκράτης, στον οποίο ο Ευριπίδης έδωσε το σύγγραμμα του Ηρακλείτου, ερωτηθείς ποιά γνώμη έχει περί αυτού, απάντησε «α μεν συνήκα, γενναία• οίμαι δε και α μη συνήκα• πλην Δηλίου γε τινος δείται κολυμβητού». Ο Ηράκλειτος άσκησε μεγίστη επίδραση στους μετέπειτα σοφούς. Συνήθως, πιστεύεται ότι η θεωρία του Ηρακλείτου αναπτύχθηκε περαιτέρω κυρίως υπό της σοφιστικής. Αυτό όμως είναι ανακριβές, διότι η σοφιστική είναι απλώς κριτική και ανατροπή της κοινής γνώμης, ενώ η φιλοσοφία του Ηρακλείτου είναι γόνιμη, ο δε λόγος του είναι σοφία. Ο φιλόσοφος εκείνος της αρχαιότητας επί του οποίου εξάσκησε ο Ηράκλειτος την μεγαλύτερη και γονιμότερη επίδραση, είναι ο Πλάτων. Η θεωρία του Πλάτωνος περί του γίγνεσθαι του αισθητού κόσμου, συνάμα δε και η θεωρία του περί αρμονίας και περί του κόσμου εν γένει ως συμφωνίας αντιμαχόμενων στοιχείων, είναι η συνέχιση και η ανάπτυξη των θεωριών του Ηρακλείτου.
Ο λόγος του Ηρακλείτου είναι κατ’ ουσίαν σκοτεινός. Υποδεικνύει ότι δεν αποκαλύπτει τη σκέψη του με άμεσο τρόπο, ούτε όμως επιχειρεί να παραπλανήσει τους ακροατές του. Παρέχει τα σημάδια τα οποία εκείνοι καλούνται να εννοήσουν με τον ορθό τρόπο. Η φιλοσοφία του δεν είναι μια αυθαίρετη και υποκειμενική κατασκευή, αλλά μια έκφραση του λόγου που διέπει τα πάντα, όσο και αν μένει απρόσιτος στους πολλούς. Το σκοτεινό του Ηρακλείτου, η δυσκολία δηλαδή της κατανοήσεως του λόγου του, δεν οφείλεται, επομένως, σε δική του ιδιορρυθμία, αλλά στην αδυναμία των πολλών να εννοήσουν όχι τα λόγια του αλλά τον ίδιο το λόγο. Στον Ηράκλειτο η έννοια λόγος έχει πολλές σημασίες και εννοιακές αποχρώσεις. Σημαίνει ομιλία, προφορικός λόγος, αλλά και ρυθμιστική αρχή που διέπει το σύνολο της πραγματικότητας και συνδέει με σχέσεις αναλογίας τα πάντα. Επομένως, εδώ ο λόγος είναι η αιώνια καθολική σχέση που ρυθμίζει την πραγματικότητα, όπως αυτή εκφράζεται γλωσσικά.
Στον Ηράκλειτο κατ’ αρχάς βρίσκουμε στοιχεία διαλεκτικής, αφού ο τρόπος με τον οποίο σκέπτεται δεν είναι ο κοινός διανοητικός ο οποίος ορίζει τα αντικείμενα και τα απονεκρώνει, καθιστώντας τα κατά κάποιον τρόπο ακίνητα. Ο φιλόσοφος της κινήσεως έπρεπε να σκέπτεται διαφορετικά από τους άλλους, της στάσεως, δηλαδή τους Ελεάτες. Το αντικείμενο της φιλοσοφίας του δεν είναι η υλική αρχή αυτού του κόσμου αλλά ο εσωτερικός ρυθμός, ο Λόγος για τον οποίο κινείται και ρυθμίζεται. Ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος του αιώνιου γίγνεσθαι. Η κίνηση αυτή του γίγνεσθαι εκφράζεται με τη συνεχή ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται. Μέσα στο Λόγο, ο Ηράκλειτος, δένει ένα μόνο υλικό στοιχείο, το πυρ. Η ύπαρξη του πυρός δημιουργεί μαζί με το Λόγο ένα κόσμο άπειρο, άναρχο, ανώλεθρο, αυτορυθμιζόμενο που μετατρέπεται σε ποικίλες μορφές. Ο κόσμος αυτός είναι η αρμονία των αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις δημιουργούν την ενότητα των πάντων με την σύνθεσή τους. Το καλό και το κακό είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου πράγματος. Για το Θεό όλα είναι ωραία και καλά και δίκαια, όμως οι άνθρωποι άλλα θεωρούν άδικα κι άλλα δίκαια.
Από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, φαίνεται πως ο χαρακτήρας του γραπτού έργου του είναι αποφθεγματικός. Η δομή και η σύνθεση των αφορισμών του είναι λεπτομερειακά επεξεργασμένη και το ύφος του αινιγματικό. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος για τον οποίο αποκλήθηκε σκοτεινός.
Μέλημα του φιλοσόφου είναι η αφύπνιση των ανθρώπων και η καθοδήγησή τους προς την ομολογία, προς τη λογική σκέψη που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Όπως και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του Κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο όλο, που ως τέτοιος ούτε γεννήθηκε ούτε και θα χαθεί ποτέ. Και ενώ εκείνος την ουσία του Κόσμου τη βρίσκει στη θεότητα, ο Ηράκλειτος τη βλέπει σε μια νοητική αρχή, το Λόγο. Η αδιάκοπη αλλαγή και αστάθεια κάθε μερικού, του δημιουργεί τόσο δυνατή εντύπωση, ώστε σ’ αυτό βλέπει τον καθολικό Κοσμικό Νόμο, σε αντίθεση με τον Ξενοφάνη και την Ελεατική Σχολή που πίστευε στην ακινησία του είναι, του όντος.
Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II
Η φιλοσοφία του Ηρακλείτου συνοψίζεται λακωνικότατα στη φράση «τα πάντα ρει». Συνήθως, ο λόγος του αυτός εκλαμβάνεται από πολλούς κατά τρόπο πολύ επιπόλαιο. Το γενικό γίγνεσθαι, το οποίο αποτελεί κατά τον Ηράκλειτο την ουσία του κόσμου, δεν είναι απλώς χρονικό, αλλά έχει πολύ βαθύτερη έννοια, ή όπως λέγει ο Έγελος, διαλεκτική σημασία. Τότε κατανοεί κανείς επακριβώς το λόγο αυτόν του Ηρακλείτου, όταν προσθέσει και τον άλλο «ουδέν μάλλον το ον του μη όντος είναι», ήτοι το ον δεν έχει περισσότερη σημασία και αξία από το μη ον. Για τη γένεση, δημιουργία και διατήρηση του κόσμου είναι και το ον και το μη ον απαραίτητο. Ο κόσμος είναι μια αρμονική σύνθεση των δύο αυτών στοιχείων, του όντος και μη όντος. Γι’ αυτό έχουν άδικο, κατά τον Ηράκλειτο, οι Ελεάτες, οι οποίοι διδάσκουν την μονιμότητα, το αμετάβλητο και την αποκλειστική αξία του όντος.
Ο Ηράκλειτος διακήρυττε πως ο κόσμος «αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν». Ο κόσμος υπάρχει μόνον διότι μεταβάλλεται και συνεπώς όλα μέσα σ' αυτόν μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο• «πάντα χωρεί, και ουδέν μένει»• και «ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει, ως "δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης"», «ποταμοίς τοις αυτοίς εμβαίνομέν τε και ουκ εμβαίνομεν, είμέν τε και ουκ είμεν... Ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ καθ’ Ηράκλειτον ουδέ θνητής ουσίας δις άψασθαι κατά έξιν (της αυτής), αλλ’ οξύτητι και τάχει μεταβολής σκίδνησι και πάλιν συνάγει (μάλλον δε ουδέ πάλιν ουδ’ ύστερον, αλλ’ άμα συνίσταται και απολείπει) και πρόσεισι και άπεισι».
Ο Πλάτων, αναπτύσσοντας τη σκέψη αυτή του Ηρακλείτου, λέγει στον Κρατύλο ότι συγκρίνει τα πράγματα του κόσμου με το ρεύμα του ποταμού, στο οποίο είναι αδύνατο να εισέλθει κανείς δυό φορές. Ο μαθητής μάλιστα του Ηρακλείτου Κρατύλος διδάσκει, ότι ούτε μια φορά είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς στο αυτό ρεύμα του ποταμού, διότι ώσπου να εισέλθει, έχει ήδη παρέλθει το ρεύμα. Η κίνηση, και γενικώς η μεταβολή ως ουσία και ως αιτία της ζωής, κατανοείται λοιπόν υπό του Ηρακλείτου κατά τρόπο ριζικότατο. Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, εναντιοδρομία• «πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι». Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: «το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν». Πηγή για τις σωστές αυτές γνώσεις είναι το λογικό, ο Λόγος. Ο Λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά σύμφωνα μ’ έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο Λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του Κοσμικού Λόγου. Παίρνοντας μέρος σ’ αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι’ αυτό ο Λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ’ όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογίζονται και ενεργούν ελεύθερα. Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον Κοσμικό Λόγο.
Η έλλειψη εκείνη για την οποία κατακρίνει ο Αριστοτέλης τους προσωκρατικούς, ότι δεν γνωρίζουν δηλαδή την έννοια της κινήσεως, δεν υπάρχει στον Ηράκλειτο. Η κίνηση, η μετάσταση των όντων από της μιας καταστάσεως στην άλλη, είναι στον Ηράκλειτο τόσον ανεπτυγμένη, όσο σε κανένα άλλο φιλόσοφο της αρχαίας ή της νεότερης φιλοσοφίας. Ο Engels, ο οποίος απέδωσε τόση σημασία στην έννοια της κινήσεως και την έθεσε ως πρωταρχική αρχή της ιστορίας της φιλοσοφίας, ανευρίσκει στο πρόσωπο του Ηρακλείτου τον πνευματικό του αδελφό. Όσο ελεύθερη και αν είναι η ερμηνεία των αποσπασμάτων του Ηρακλείτου υπό του Engels, κατά βάθος είναι πάντοτε πλήρης από βαθυστόχαστες σκέψεις, και αγγίζουν πολύ το πνεύμα του Ηρακλείτου, αν και ποτέ δεν μπορούμε να ομιλήσουμε στην ιστορία του πνεύματος περί αναλογίας. Την αρχή του Ηρακλείτου, περί της απολύτου σημασίας του μη όντος, όχι μόνον προσέλαβε ο Engels στη λογική του, αλλά έδωσε σ’ αυτήν και την πρώτη θέση, αφού αρχίζει με την έννοια της προελεύσεως του όντος εκ του μη όντος. Ο Ηράκλειτος εννοεί τον κόσμο ως μια αρμονία. Για να υπάρξει όμως αρμονία, πρέπει να υπάρχουν αντιμαχόμενα στοιχεία, τα οποία είναι ο υψηλός και ο χαμηλός τόνος, ο θάνατος και η ζωή, ο ύπνος και η εγρήγορση. Η αρμονία αυτή εκφράζεται δια του γίγνεσθαι, δια της απολύτου κινήσεως και αλλοιώσεως των πάντων.
Πρέπει να επιδιώξουμε να συλλάβουμε την αρμονία των αντιθέτων και μέσα από αυτή την αρμονία να κατανοήσουμε ότι η διαμάχη και η διχόνοια διέπουν τη ζωή του σύμπαντος• «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους». Λέγοντας ότι ο πόλεμος είναι πατέρας όλων των πραγμάτων, δεν σημαίνει ότι το θερμό αντικαθιστά το ψυχρό ή ότι το ξηρό εξουδετερώνει το υγρό. Μια τέτοια θεωρία δεν είναι οι αρχές της θεωρήσεως του Ηρακλείτου, αλλά οι συνέπειες που απορρέουν από αυτήν. Αν η πάλη συναντάται στην καρδιά κάθε πράγματος, είναι γιατί τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια και την ανάγκη• «ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα, πάντα κατ᾽ έριν και χρεών». Τα πάντα γεννώνται από τον αγώνα αφού υπάρχει μια θεμελιώδης αντίθεση μεταξύ του ενός και του πολλαπλού, μεταξύ της παρουσίας και της απουσίας, μεταξύ του ενιαίου και του διαφέροντος. Άρα η πάλη είναι ο θεσμός του υπαρκτού. Είναι όμως ταυτόχρονα αυτό που διέπει τις γεννήσεις και τις επιστροφές. Είναι όντως αληθές, ότι «εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα». Επομένως, υπάρχει μια πάλη κατά τη διάρκεια της οποίας το πολλαπλό εγκαταλείπει το Ένα για να κατευθυνθεί προς μια αυξανόμενη ποικιλία μορφών, και υπάρχει μια πάλη με την οποία το πολλαπλό επιχειρεί να ανακαλύψει ξανά το αντίθετό του, από το οποίο όμως έχει προέλθει.
Προς παράσταση των σκέψεων του Ηρακλείτου περί της διαρκούς κινήσεως, καταφεύγει ο Ηράκλειτος σε δύο στοιχεία, τα οποία εκφράζουν πράγματι παραστατικότατα τη συνεχή αλλοίωση και μεταβολή, το χρόνο και το πυρ. Ο μεν χρόνος είναι στοιχείο ψυχικό, το δε πυρ είναι στοιχείο φυσικό. Το πυρ υπάρχει στην κίνηση, στην ενέργεια, ο δε χρόνος υφίσταται επίσης στη μεταβολή. Για το λόγο αυτό ο χρόνος παριστάνεται υπό του Ηρακλείτου ως παις παίζων• «αιών παις εστι παίζων πεσσεύων• παιδός η βασιλίη». Στο χρόνο ανήκει το κράτος του κόσμου. Πυρ και χρόνος είναι καθαρές ενέργειες. Αυτό είναι που ενδιαφέρει κυρίως τον Ηράκλειτο και όχι ότι το πυρ ή ο χρόνος εκδηλώνουν πράγματι την ουσία του κόσμου. Βέβαια, σκέπτεται ο Ηράκλειτος και περί του πυρός και περί του χρόνου φιλοσοφικά, θεωρεί δε και το πυρ και το χρόνο ως τα δυό απαραίτητα στοιχεία της ζωής• κατά μία μάλιστα ορισμένη άποψη, τόσον ο χρόνος όσον και το πυρ εκφράζουν την πραγματική ουσία του κόσμου.
Η σκέψη του Ηρακλείτου διατηρεί συνεπώς τον καθαρό φυσιοκρατικό χαρακτήρα, ο οποίος διακρίνει τους προδρόμους του και όλους τους προσωκρατικούς. Η φύση αποτελεί και για τον Ηράκλειτο το κύριο αντικείμενο των σκέψεών του, αν και σ’ αυτό συναντούμε και συνειδητές ηθικές σκέψεις. Ο Ηράκλειτος μέμφεται τους πολλούς διότι ζουν κατά την ατομική τους επιθυμία, ή διότι δεν διοικούνται κατά το γενικό νόμο του νου. Πρέπει να ζουν κατά τις αξιώσεις του κοινού λόγου, «του δέοντος λόγου». Το καθήκον είναι να ακολουθεί κανείς αυτόν τον γενικό νόμο: «δει έπεσθαι τω ξυνώ» τουτέστι τον κοινό λόγο. Ο κοινός αυτός λόγος διέπει τη φύση των όντων, η οποία πάλι εκφράζεται και συνίσταται στην καθαρή ενέργεια, την αδιάκοπη αλλοίωση, το πυρ και το χρόνο. Την καθαρή αυτή ενέργεια και συνεχή αλλοίωση ονομάζει ο Ηράκλειτος αναθυμίαση, ήτοι εξάτμιση. Η εξάτμιση αυτή είναι ο παραστατικός μόνον όρος για την καθαρή ενέργεια, την καθαρή μετάσταση του όντος από τη μια κατάσταση στην άλλη. Είτε όμως από τη ζωή στο θάνατο και τανάπαλιν, είτε από την εγρήγορση στον ύπνο και τανάπαλιν φέρεται το ον, κατά βάθος οι δύο αυτοί δρόμοι είναι ένας.
Ο Ηράκλειτος λέγει, «οδός άνω κάτω μία και ωυτή». Και η οδός που οδηγεί προς τη ζωή και εκείνη που οδηγεί προς το θάνατο είναι μία και η αυτή. Σε μας μόνο, επειδή σκεπτόμαστε χρονικώς, εμφανίζεται ως διπλή και διάφορος. Ένας νόμος κυβερνά και τη ζωή και το θάνατο. Ζωή και θάνατος είναι δύο όψεις ενός και του αυτού όντος. Το σοφό, η αλήθεια των όντων, είναι μια και όχι δυό. Το αρνητικό και το θετικό, τα οποία είναι για μας μέτρα και σταθμά των όντων, είναι μόνον δύο όψεις μιας και της αυτής ουσίας. Το σοφό αυτό επιδέχεται και δεν επιδέχεται την επωνυμία Ζευς• «έν το σοφόν μούνον λέγεσθαι ουκ εθέλει και εθέλει Ζηνός όνομα». Κάτω από την άρνηση και τη θέση, από το θάνατο και τη ζωή, από το φως και το σκότος, από την ειρήνη και τον πόλεμο κρύπτεται η ουσία του κόσμου, κρύπτεται η ύψιστη αρμονία, η οποία και γι’ αυτό ακριβώς είναι αφανής• «αρμονίη αφανής φανερής κρείττων».
Η σύνθεση των αντιθέσεων δεν είναι βέβαια ποτέ ολοκληρωτική η τελειωτική• πάντοτε μετά μια ορισμένη σύνθεση επακολουθεί η διάλυση αυτής, η διάσταση των συντεθέντων στοιχείων. Το μέτρο αυτό, το διέπον τα στοιχεία, η αρμονική αυτή σύνθεση εκφράζει την ουσία του κόσμου και δεν είναι έργο ούτε των θεών ούτε των ανθρώπων, αλλά υπάρχει αφ’ εαυτής και θα είναι στους αιώνες• «κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ᾽ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα». Στο απόσπασμα αυτό ο Λένιν θα βρει μια πολύ καλή έκθεση των αρχών του δια-λεκτικού υλισμού, μια και το σύμπαν δεν δημιουργήθηκε από κανέναν θεό ή άνθρωπο.
Ο ρυθμός του πυρός, ο οποίος είναι και ο ρυθμός του κόσμου και της ζωής, είναι μέτρο απαράβατο της παγκοσμίου ενεργείας. Το πυρ, η ζωή, ανάπτεται και αποσβέννυται με τον αυτό νόμο, με το αυτό μέτρο, το οποίο διέπει ολόκληρο τον κόσμο. Ούτε ο Ήλιος, η ύψιστη αυτή εστία του πυρός και της ζωής, δεν μπορεί να παραβεί ατιμωρητί το μέτρο αυτό ολόκληρης της ζωής• «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα• ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν». Το μέτρο, ο ρυθμός, ο νόμος αυτός, είναι κοινός. Εκ του ενός στοιχείου μεθίσταται η φύση στο άλλο και στη μετάσταση αυτή συνίσταται η ουσία αυτής. Γι’ αυτό η φύση ως τέτοια είναι αόρατη. Υπάρχει μόνον ως ενέργεια και ως εναλλαγή μορφών. Υπό τις δύο αυτές μορφές κρύπτεται η φύση• «φύσις δε κρύπτεσθαι φιλεί». Η ενέργεια αυτή λειτουργούσα κατά τα έμφυτα και αναπόσπαστα αυτής μέτρα, καλείται υπό του Ηρακλείτου ειμαρμένη. Ειμαρμένη ονομάζει ο Ηράκλειτος τον απαράβατο εκείνο νόμο του κόσμου, τον απαρέγκλιτο εκείνον όρο και λόγο, κατά τον οποίο κινείται, ζει και ενεργεί ο κόσμος και τον οποίο ούτε θεοί ούτε άνθρωποι μπορούν να παραβούν ατιμωρητί• «και μέντοι και Δίκη καταλήψεται ψευδών τέκτονας και μάρτυρας».
Ο Ηράκλειτος δεν είναι μόνον φιλόσοφος της φύσεως αλλά και της ψυχής. Αυτό είναι ευνόητο, αφού αισθάνεται ο ίδιος τον εαυτό του ως προσωπικότητα αυτοτελή και ελεύθερη, αφού ελευθερώνει εαυτόν πλήρως από την περιβάλλουσα αυτόν φύση και κοινωνία. Η ατομική όμως ψυχή πρέπει κατά τον Ηράκλειτο να εμβαθύνει εις εαυτήν και να αποβάλλει την ιδιοτροπία της, διότι τότε μόνον κατανοεί και συλλαμβάνει το γενικό λόγο, το νόμο του κόσμου. Ο εσωτερικός λόγος, ο νους, είναι ο ασφαλέστερος οδηγός της ψυχής προς την αλήθεια, ενώ οι αισθήσεις υποτιμώνται από τον Ηράκλειτο, αν και αυτό ισχύει μόνο για τους απαίδευτους, η, όπως λέγει ο Ηράκλειτος, για όσους έχουν βάρβαρες ψυχές. Ο λόγος της ψυχής, η εσωτερική αυτή συνομιλία με τον εαυτό της αυξάνει αφ’ εαυτής, ήτοι αναπτύσσεται κατά νόμους έμφυτους και απαράβατους, συνυφαίνεται δε σε σύστημα λόγων που αποτελούν τη γνώση και την αλήθεια• «ψυχής εστι λόγος εωυτόν αύξων». Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η δύναμη του λόγου και της γνώσεως, να αναπτύσσονται αφ’ εαυτών, ήτοι κατ’ έμφυτους και αδιάσπαστους νόμους. Όσον δε αναπτύσσεται ο λόγος, όσον αναπτύσσεται η λογική συνομιλία της ψυχής με τον εαυτό της, όσο και αν εμβαθύνει η ψυχή στον εαυτό της, δεν θα καταλήξει ποτέ σε οριστικούς λόγους και νόμους η σε οριστική περί αυτής γνώση. Οιανδήποτε δε μέθοδο και αν χρησιμοποιήσει δεν θα φθάσει ποτέ στην πλήρη αυτοκαταληψία. Τόσον δυσχερής είναι η κατανόηση της ουσίας της• «ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο πάσαν επιπορευόμενος οδόν• ούτω βαθύν λόγον έχει».
Παρ’ όλο που ο Λόγος είναι παγκόσμιος, γράφει ο Jean Brun, οι άνθρωποι σκέφτονται και ενεργούν σαν να κατείχαν όλοι έναν ιδιαίτερο λογισμό. Παρόντες είναι απόντες. Δεν ακούν ούτε βλέπουν. Η δυσπιστία τους αφήνει να τους ξεφύγουν τα θεία πραγματα. Ο άνθρωπος είναι διαχωρισμένος από αυτό με το οποίο θα έπρεπε να είναι συνδεδεμένος, όπως ο γάϊδαρος είναι φυσικό να προτιμά το άχυρο απ’ το χρυσάφι. Όμως οι άνθρωποι είναι επίσης συνδεδεμένοι με αυτό από το οποίο είναι διαχωρισμένοι, διότι παρ’ όλο που βρίσκουν παράξενο αυτό που συναντούν κάθε μέρα, είναι στενά δεμένοι με το Λόγο που κυβερνά τον κόσμο.
Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου, ταυτόχρονα βυθισμένου στη λάσπη και έξω από τα νερά του• όσο μακριά κι αν τον φέρει ο δρόμος του δεν θα μπορέσει να φθάσει τα πέρατα της ψυχής, τόσο βαθύς είναι ο Λόγος που κρύβει. Ο άνθρωπος φθάνει λοιπόν σε αυτό που του λείπει δια μέσου αυτού που είναι. Αυτό είναι το όριο στο οποίο οδηγεί ο δρόμος που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά κανείς. Έτσι, το επαναλαμβάνει αδιάκοπα ο Ηράκλειτος μέσα στην αέναη επιστροφή του: «εάν μη έλπηται ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον».
Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II
Ο Ηράκλειτος πέθανε σε ηλικία περίπου 60 ετών. Κατά τον Σουίδα, όταν προσβλήθηκε από υδρωπικία, δεν εμπιστεύθηκε τους γιατρούς που ήθελαν να τον περιθάλψουν, αλλά πασαλείφθηκε ολόκληρος με κοπριά και κάθισε στον Ήλιο για να ξεραθεί• όπως ήταν ξαπλωμένος, όρμησαν σκυλιά και τον κατασπάραξαν. Άλλοι βεβαιώνουν ότι πέθανε κάτω από άμμο. «Ούτος υδρωπιάσας ουκ ενεδίδου τοις ιατροίς ήπερ εβούλοντο θεραπεύειν αυτόν• αλλ’ αυτός βολίτω χρίσας όλον εαυτόν είασε ξηρανθήναι τούτο υπό τω ηλίω, και κείμενον αυτόν κύνες προσελθούσαι διέσπασαν• οι δε άμμω χωσθέντα φασίν αποθανείν».
Ο Ηράκλειτος έγραψε βιβλίο κατ’ άλλους με τίτλο Περί Φύσεως, κατ’ άλλους Αι Μούσαι. Ο πρώτος τίτλος είναι ο πιθανότερος διότι είναι κοινός τίτλος των συγγραμμάτων όλων σχεδόν των προσωκρατικών. Αλλά και ο δεύτερος τίτλος δεν είναι απίθανος, αν λάβουμε υπ’ όψιν την ιδιορρυθμία του φιλοσόφου. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη με περιεχόμενο πολιτικό, θεολογικό και κοσμογονικό. Από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του έργου αυτού είναι αποφθεγματικός. Η δομή και η σύνθεση των αφορισμών του είναι λεπτομερειακά επεξεργασμένη και το ύφος του αινιγματικό. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος για τον οποίο αποκλήθηκε σκοτεινός. Το βιβλίο του ο Ηράκλειτος κατέθεσε ως ανάθημα στο ιερό της Αρτέμιδος στην Έφεσο.
Ένας μαθητής του, ο Ηρόστρατος, θέλοντας να μυηθεί στις διδασκαλίες του σκοτεινού φιλοσόφου, παραβίασε το ιερό της Αρτέμιδος, και διάβασε το έργο του διδασκάλου. Τι σκέφτηκε αυτός ο μεθυσμένος από δόξα άνθρωπος και προέβη στο μεγαλύτερο ανοσιούργημα της ανθρωπότητας, μόνο να εικάσουμε μπορούμε. Πιθανόν, από το ένα μέρος να ήταν απελπισμένος με την ιδέα ότι τα πάντα κυλούν και κάθε ίχνος του περάσματός του επάνω στη γη θα εξαφανίζονταν γρήγορα, αλλά και από το άλλο μέρος μπορεί να φωτίσθηκε από την περί πυρός διδασκαλία του Ηρακλείτου κατά την οποία το πυρ είναι κριτής κάθε πράγματος και θα αγκάλιαζε το σύμπαν σε μια παγκόσμια ανάφλεξη, αποφάσισε, την 21η Ιουλίου του 356 π.Χ., να πυρπολήσει το ναό της Εφέσου, που ήταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, και μαζί με το ναό αναλώθηκε στο πυρ και το βιβλίο του Ηρακλείτου. Οι Εφέσιοι, θέλοντας να λησμονηθεί δια παντός ο Ηρόστρατος, απαγόρευαν επί ποινή θανάτου να προφέρεται το όνομά του. Ήταν ο καλύτερος τρόπος όμως ώστε να μείνει αθάνατο το όνομά του, ενώ το όνομα του αρχιτέκτονα που κατασκεύασε το ναό, στο πέρασμα του χρόνου χάθηκε.
Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς στο έργο του Βίων Πράσις έγραψε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στον Ηράκλειτο και σε έναν έμπορο.
«-Έμπορος: Και συ φίλε γιατί κλαις; Νομίζω πως είναι πολύ προτιμότερο να κουβεντιάσω μαζί σου.
-Ηράκλειτος: Σκέφτομαι, ξένε, πως τα ανθρώπινα πράγματα είναι αξιοθρήνητα και δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι παίγνιο του πεπρωμένου. Αυτός είναι ο λόγος που οικτίρω και συμπονώ τους ανθρώπους. Τα παρόντα πράγματα δεν μου φαίνονται σημαντικά και τα μελλούμενα με καταθλίβουν. Σκέφτομαι την παγκόσμια ανάφλεξη. Θρηνώ για όλα αυτά, θρηνώ για το ότι τίποτα δεν είναι σταθερό και τα πάντα αναμιγνύονται όπως μέσα στον κυκεώνα. Έτσι είναι το ίδιο πράγμα η χαρά και η λύπη, η γνώση και η άγνοια, το μεγάλο και το μικρό, το πάνω και το κάτω που περιφέρονται και εναλλάσσονται με το παιγνίδι του χρόνου.
-Έμπορος: Τι είναι ο χρόνος;
-Ηράκλειτος: Ένα παιδί που παίζει πεσσούς ταιριάζοντας τους και σκορπίζοντάς τους.
-Έμπορος: Τι είναι οι άνθρωποι;
-Ηράκλειτος: Θεοί θνητοί.
-Έμπορος: Και οι Θεοί;
-Ηράκλειτος: Άνθρωποι αθάνατοι.
-Έμπορος: Όμως, για πες μου, μιλάς με αινίγματα ή κάνεις λογογρίφους; Γιατί, όπως ο Λοξίας, δεν εξηγείς τίποτα.
-Ηράκλειτος: Δε με νοιάζει.
-Έμπορος: Τότε κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα σε αγοράσει.
-Ηράκλειτος: Παροτρύνω όλους, τόσο τους αγοραστές, όσο και τους μη αγοραστές, να αρχίσουν να κλαίνε.
-Έμπορος: Αυτή η ασθένεια δεν απέχει πολύ από τη μελαγχολία».
Comments
Nickos
Wed, 28/10/2015 - 17:42
Permalink
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Click για περισσότερα
Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II
Όλοι οι άνθρωποι σήμερα απομακρύνονται από την αλήθεια και τη δικαιοσύνη ολοκληρωτικά• δοσμένοι στη φιλοδοξία και τη δόξα, οι δύστυχοι ανόητοι. Όσο μεγάλη δόξα, δύναμη και εξουσία όμως κι αν αποκτήσουν, όπως ο ωραιότερος πίθηκος που είναι άσχημος όταν συγκρίνεται με το γένος των ανθρώπων, έτσι και αυτοί, οι ανόητοι, που φαντάζουν μεταξύ τους σοφοί, πρέπει να γνωρίζουν ότι και ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με το θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ’ όλα τ’ άλλα. Ακόμα και αυτοί, όταν πεθάνουν τους περιμένουν πράγματα που δεν τα ελπίζουν και δεν τα υποθέτουν, αφού δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σαρκίο κενό ψυχής, αληθινά πτώματα, τα οποία, είναι πιο πολύ για πέταμα από την κοπριά. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να μεταστραφούν, να μιλούν με νου και να στηρίζονται σ’ αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό• γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει.
Ο Ηράκλειτος είναι ένας εκ των μεγαλυτέρων Ελλήνων φιλοσόφων που γεννήθηκε και έδρασε στην Έφεσο περί το 544 π.Χ. Ο θάνατός του δεν έχει ορισθεί επακριβώς. Αν λάβουμε όμως υπ’ όψιν ότι η ακμή του συμπίπτει με την 69η Ολυμπιάδα (504-501 π.Χ.) και ότι έζησε 60 έτη, μπορούμε να δεχθούμε ότι πέθανε περί το 484 π.Χ. Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή Ηράκων. Ανήκε στο γένος των Ανδροκλειδών, εκείνων δηλαδή που υπό την αρχηγία του Ανδρόκλου, του γιου του Βασιλέα των Αθηνών Κόδρου, ξεκίνησαν από την Αθήνα και έκτισαν στην Ιωνία την Έφεσο. Αριστοκράτης στην καταγωγή, ήταν αντίπαλος τόσο της τυραννίας, όσο και της δημοκρατίας. Πήρε μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του, στο πλευρό πάντοτε των αριστοκρατών, καταδικάζοντας την αρχή της ισότητας. Θεωρείτο από τους πιο βαθυστόχαστους φιλοσόφους στην εποχή του, αλλά και σήμερα κατατάσσεται, μαζί με το Δημόκριτο, στους προδρόμους των σύγχρονων φυσικών επιστημών.
Η ζωή του είναι απλή και διαφορετική από τη ζωή πολλών. Πρώτος χωρίζεται ριζικά από τον κόσμο και ζει μόνος τη ζωή της σκέψεως και της ελευθερίας, είναι δε τέτοια η εκτίμησή του προς την ελεύθερη και αυθυπόστατη προσωπικότητα, ώστε τη θεωρεί πιο σημαντική μυρίων συνήθων ανθρώπων• «εις εμοί μύριοι, εάν άριστος ήι». Στον Ηράκλειτο, κατά πρώτον ευρίσκουμε την ευγένεια και το υπέροχο ήθος που διακρίνουν τους φιλοσόφους της Ελλάδος. Η σχέση του με τους συμπολίτες του, τους Εφεσίους, υπήρξε αρνητική, και κυρίως αφ’ ότου αυτοί εξόρισαν το φίλο του Ερμόδωρο, τον άριστο Εφέσιο άνδρα, με τη δικαιολογία ότι δεν πρέπει κανείς αναμεταξύ τους να είναι άριστος. Ο Ηράκλειτος μέμφεται τον όχλο ως άφρονα και ανόητο όχι από υπεροψία, αλλά από γνώση.
Όταν οι συμπολίτες του τον κάλεσαν να αναλάβει τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων δεν δέχθηκε, διότι δεν ήταν σύμφωνος ούτε προς τους καθεστώτας νόμους ούτε προς τον τρόπο της διοικήσεως της πόλεως. Ο Αντισθένης λέγει, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ότι εκχώρησε τη βασιλεία στον αδελφό του. Η περιφρόνηση του Ηρακλείτου προς τις σπουδές και τις ασχολίες των ανθρώπων, εκφράζεται εντονότατα στην επιστολή του προς τον Δαρείο τον Υστάσπους, ο οποίος ενδιαφέρθηκε πολύ να μετάσχει της σοφίας του φιλοσόφου και για τον λόγο αυτόν τον προσκάλεσε στο βασιλικό του οίκο. Ο Ηράκλειτος απάντησε, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ως εξής: «Οκόσοι τυγχάνουσιν όντες επιχθόνιοι της μεν αληθηίης και δικαιοπραγμοσύνης απέχονται, απληστίη δε και δοξοκοπίη προσέχουσι κακής ένεκα ανοίης• εγώ δ' αμνηστίην έχων πάσης πονηρίης και κόρον φεύγων παντός οικειούμενον φθόνω και δια το περιίστασθαι υπερηφανίην ουκ αν αφικοίμην εις Περσών χώρην, ολίγοις αρκεόμενος κατ' εμήν γνώμην».
Κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ο Ηράκλειτος ήταν αυτοδίδακτος, χωρίς όμως αυτό να είναι ακριβές. Το βέβαιο είναι ότι αποκήρυξε την πολυμάθεια, ενώ κατέκρινε τον Πυθαγόρα και άλλους γι’ αυτήν. Σε αντίθεση με την πολυμάθεια τονίζει την επιστροφή εντός του εαυτού και την εμβάθυνση στην ίδια την ψυχή. Αυτό σημαίνει ο λόγος του Ηρακλείτου, «διζήσασθαι και μαθείν πάντα παρ’ εαυτού». Ο Ηράκλειτος είναι γνωστός ως ο σκοτεινός φιλόσοφος. Οι απλοϊκοί πίστευαν ότι έγραφε σκοτεινό λόγο για να μην τον εννοούν οι πολλοί προς τους οποίους είχε σχέση αρνητική. Την ίδια γνώμη έχει και ο Κικέρων. Αλλά το βέβαιο είναι ότι ο Ηράκλειτος δεν φρόντισε καθόλου να καλλιεργήσει τον τρόπο της εκφράσεώς του, πράγμα σύνηθες σε πολλούς φιλοσόφους. Ένεκα δε αυτών, όλα τα φιλοσοφήματά του είναι για τους πολλούς σκοτεινά.
Στους σκοτεινούς φιλοσόφους ανήκουν και ο Πλωτίνος και ο Έγελος. Ο Αριστοτέλης αποδίδει τη σκοτεινότητα της εκφράσεως του Ηρακλείτου σε γραμματικές ελλείψεις, διότι δεν ξέρουμε, έλεγε, αν μια λέξη αναφέρεται σ’ αυτό που προηγείται ή σ’ αυτό που ακολουθεί, αφού στα κείμενά του παραλείπει να κάνει στίξη. Για παράδειγμα στο απόσπασμα «του δε λόγου τουδ᾽ εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι», δεν ξέρουμε σε τι αναφέρεται η λέξη αεί. Ο Σωκράτης, στον οποίο ο Ευριπίδης έδωσε το σύγγραμμα του Ηρακλείτου, ερωτηθείς ποιά γνώμη έχει περί αυτού, απάντησε «α μεν συνήκα, γενναία• οίμαι δε και α μη συνήκα• πλην Δηλίου γε τινος δείται κολυμβητού». Ο Ηράκλειτος άσκησε μεγίστη επίδραση στους μετέπειτα σοφούς. Συνήθως, πιστεύεται ότι η θεωρία του Ηρακλείτου αναπτύχθηκε περαιτέρω κυρίως υπό της σοφιστικής. Αυτό όμως είναι ανακριβές, διότι η σοφιστική είναι απλώς κριτική και ανατροπή της κοινής γνώμης, ενώ η φιλοσοφία του Ηρακλείτου είναι γόνιμη, ο δε λόγος του είναι σοφία. Ο φιλόσοφος εκείνος της αρχαιότητας επί του οποίου εξάσκησε ο Ηράκλειτος την μεγαλύτερη και γονιμότερη επίδραση, είναι ο Πλάτων. Η θεωρία του Πλάτωνος περί του γίγνεσθαι του αισθητού κόσμου, συνάμα δε και η θεωρία του περί αρμονίας και περί του κόσμου εν γένει ως συμφωνίας αντιμαχόμενων στοιχείων, είναι η συνέχιση και η ανάπτυξη των θεωριών του Ηρακλείτου.
Ο λόγος του Ηρακλείτου είναι κατ’ ουσίαν σκοτεινός. Υποδεικνύει ότι δεν αποκαλύπτει τη σκέψη του με άμεσο τρόπο, ούτε όμως επιχειρεί να παραπλανήσει τους ακροατές του. Παρέχει τα σημάδια τα οποία εκείνοι καλούνται να εννοήσουν με τον ορθό τρόπο. Η φιλοσοφία του δεν είναι μια αυθαίρετη και υποκειμενική κατασκευή, αλλά μια έκφραση του λόγου που διέπει τα πάντα, όσο και αν μένει απρόσιτος στους πολλούς. Το σκοτεινό του Ηρακλείτου, η δυσκολία δηλαδή της κατανοήσεως του λόγου του, δεν οφείλεται, επομένως, σε δική του ιδιορρυθμία, αλλά στην αδυναμία των πολλών να εννοήσουν όχι τα λόγια του αλλά τον ίδιο το λόγο. Στον Ηράκλειτο η έννοια λόγος έχει πολλές σημασίες και εννοιακές αποχρώσεις. Σημαίνει ομιλία, προφορικός λόγος, αλλά και ρυθμιστική αρχή που διέπει το σύνολο της πραγματικότητας και συνδέει με σχέσεις αναλογίας τα πάντα. Επομένως, εδώ ο λόγος είναι η αιώνια καθολική σχέση που ρυθμίζει την πραγματικότητα, όπως αυτή εκφράζεται γλωσσικά.
Στον Ηράκλειτο κατ’ αρχάς βρίσκουμε στοιχεία διαλεκτικής, αφού ο τρόπος με τον οποίο σκέπτεται δεν είναι ο κοινός διανοητικός ο οποίος ορίζει τα αντικείμενα και τα απονεκρώνει, καθιστώντας τα κατά κάποιον τρόπο ακίνητα. Ο φιλόσοφος της κινήσεως έπρεπε να σκέπτεται διαφορετικά από τους άλλους, της στάσεως, δηλαδή τους Ελεάτες. Το αντικείμενο της φιλοσοφίας του δεν είναι η υλική αρχή αυτού του κόσμου αλλά ο εσωτερικός ρυθμός, ο Λόγος για τον οποίο κινείται και ρυθμίζεται. Ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος του αιώνιου γίγνεσθαι. Η κίνηση αυτή του γίγνεσθαι εκφράζεται με τη συνεχή ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται. Μέσα στο Λόγο, ο Ηράκλειτος, δένει ένα μόνο υλικό στοιχείο, το πυρ. Η ύπαρξη του πυρός δημιουργεί μαζί με το Λόγο ένα κόσμο άπειρο, άναρχο, ανώλεθρο, αυτορυθμιζόμενο που μετατρέπεται σε ποικίλες μορφές. Ο κόσμος αυτός είναι η αρμονία των αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις δημιουργούν την ενότητα των πάντων με την σύνθεσή τους. Το καλό και το κακό είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου πράγματος. Για το Θεό όλα είναι ωραία και καλά και δίκαια, όμως οι άνθρωποι άλλα θεωρούν άδικα κι άλλα δίκαια.
Από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, φαίνεται πως ο χαρακτήρας του γραπτού έργου του είναι αποφθεγματικός. Η δομή και η σύνθεση των αφορισμών του είναι λεπτομερειακά επεξεργασμένη και το ύφος του αινιγματικό. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος για τον οποίο αποκλήθηκε σκοτεινός.
Μέλημα του φιλοσόφου είναι η αφύπνιση των ανθρώπων και η καθοδήγησή τους προς την ομολογία, προς τη λογική σκέψη που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Όπως και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του Κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο όλο, που ως τέτοιος ούτε γεννήθηκε ούτε και θα χαθεί ποτέ. Και ενώ εκείνος την ουσία του Κόσμου τη βρίσκει στη θεότητα, ο Ηράκλειτος τη βλέπει σε μια νοητική αρχή, το Λόγο. Η αδιάκοπη αλλαγή και αστάθεια κάθε μερικού, του δημιουργεί τόσο δυνατή εντύπωση, ώστε σ’ αυτό βλέπει τον καθολικό Κοσμικό Νόμο, σε αντίθεση με τον Ξενοφάνη και την Ελεατική Σχολή που πίστευε στην ακινησία του είναι, του όντος.
Nickos
Sat, 31/10/2015 - 17:06
Permalink
Η φιλοσοφία του Ηράκλειτου
Click για περισσότερα
Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II
Η φιλοσοφία του Ηρακλείτου συνοψίζεται λακωνικότατα στη φράση «τα πάντα ρει». Συνήθως, ο λόγος του αυτός εκλαμβάνεται από πολλούς κατά τρόπο πολύ επιπόλαιο. Το γενικό γίγνεσθαι, το οποίο αποτελεί κατά τον Ηράκλειτο την ουσία του κόσμου, δεν είναι απλώς χρονικό, αλλά έχει πολύ βαθύτερη έννοια, ή όπως λέγει ο Έγελος, διαλεκτική σημασία. Τότε κατανοεί κανείς επακριβώς το λόγο αυτόν του Ηρακλείτου, όταν προσθέσει και τον άλλο «ουδέν μάλλον το ον του μη όντος είναι», ήτοι το ον δεν έχει περισσότερη σημασία και αξία από το μη ον. Για τη γένεση, δημιουργία και διατήρηση του κόσμου είναι και το ον και το μη ον απαραίτητο. Ο κόσμος είναι μια αρμονική σύνθεση των δύο αυτών στοιχείων, του όντος και μη όντος. Γι’ αυτό έχουν άδικο, κατά τον Ηράκλειτο, οι Ελεάτες, οι οποίοι διδάσκουν την μονιμότητα, το αμετάβλητο και την αποκλειστική αξία του όντος.
Ο Ηράκλειτος διακήρυττε πως ο κόσμος «αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν». Ο κόσμος υπάρχει μόνον διότι μεταβάλλεται και συνεπώς όλα μέσα σ' αυτόν μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο• «πάντα χωρεί, και ουδέν μένει»• και «ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει, ως "δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης"», «ποταμοίς τοις αυτοίς εμβαίνομέν τε και ουκ εμβαίνομεν, είμέν τε και ουκ είμεν... Ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ καθ’ Ηράκλειτον ουδέ θνητής ουσίας δις άψασθαι κατά έξιν (της αυτής), αλλ’ οξύτητι και τάχει μεταβολής σκίδνησι και πάλιν συνάγει (μάλλον δε ουδέ πάλιν ουδ’ ύστερον, αλλ’ άμα συνίσταται και απολείπει) και πρόσεισι και άπεισι».
Ο Πλάτων, αναπτύσσοντας τη σκέψη αυτή του Ηρακλείτου, λέγει στον Κρατύλο ότι συγκρίνει τα πράγματα του κόσμου με το ρεύμα του ποταμού, στο οποίο είναι αδύνατο να εισέλθει κανείς δυό φορές. Ο μαθητής μάλιστα του Ηρακλείτου Κρατύλος διδάσκει, ότι ούτε μια φορά είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς στο αυτό ρεύμα του ποταμού, διότι ώσπου να εισέλθει, έχει ήδη παρέλθει το ρεύμα. Η κίνηση, και γενικώς η μεταβολή ως ουσία και ως αιτία της ζωής, κατανοείται λοιπόν υπό του Ηρακλείτου κατά τρόπο ριζικότατο. Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, εναντιοδρομία• «πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι». Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: «το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν». Πηγή για τις σωστές αυτές γνώσεις είναι το λογικό, ο Λόγος. Ο Λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά σύμφωνα μ’ έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο Λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του Κοσμικού Λόγου. Παίρνοντας μέρος σ’ αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι’ αυτό ο Λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ’ όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογίζονται και ενεργούν ελεύθερα. Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον Κοσμικό Λόγο.
Η έλλειψη εκείνη για την οποία κατακρίνει ο Αριστοτέλης τους προσωκρατικούς, ότι δεν γνωρίζουν δηλαδή την έννοια της κινήσεως, δεν υπάρχει στον Ηράκλειτο. Η κίνηση, η μετάσταση των όντων από της μιας καταστάσεως στην άλλη, είναι στον Ηράκλειτο τόσον ανεπτυγμένη, όσο σε κανένα άλλο φιλόσοφο της αρχαίας ή της νεότερης φιλοσοφίας. Ο Engels, ο οποίος απέδωσε τόση σημασία στην έννοια της κινήσεως και την έθεσε ως πρωταρχική αρχή της ιστορίας της φιλοσοφίας, ανευρίσκει στο πρόσωπο του Ηρακλείτου τον πνευματικό του αδελφό. Όσο ελεύθερη και αν είναι η ερμηνεία των αποσπασμάτων του Ηρακλείτου υπό του Engels, κατά βάθος είναι πάντοτε πλήρης από βαθυστόχαστες σκέψεις, και αγγίζουν πολύ το πνεύμα του Ηρακλείτου, αν και ποτέ δεν μπορούμε να ομιλήσουμε στην ιστορία του πνεύματος περί αναλογίας. Την αρχή του Ηρακλείτου, περί της απολύτου σημασίας του μη όντος, όχι μόνον προσέλαβε ο Engels στη λογική του, αλλά έδωσε σ’ αυτήν και την πρώτη θέση, αφού αρχίζει με την έννοια της προελεύσεως του όντος εκ του μη όντος. Ο Ηράκλειτος εννοεί τον κόσμο ως μια αρμονία. Για να υπάρξει όμως αρμονία, πρέπει να υπάρχουν αντιμαχόμενα στοιχεία, τα οποία είναι ο υψηλός και ο χαμηλός τόνος, ο θάνατος και η ζωή, ο ύπνος και η εγρήγορση. Η αρμονία αυτή εκφράζεται δια του γίγνεσθαι, δια της απολύτου κινήσεως και αλλοιώσεως των πάντων.
Πρέπει να επιδιώξουμε να συλλάβουμε την αρμονία των αντιθέτων και μέσα από αυτή την αρμονία να κατανοήσουμε ότι η διαμάχη και η διχόνοια διέπουν τη ζωή του σύμπαντος• «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους». Λέγοντας ότι ο πόλεμος είναι πατέρας όλων των πραγμάτων, δεν σημαίνει ότι το θερμό αντικαθιστά το ψυχρό ή ότι το ξηρό εξουδετερώνει το υγρό. Μια τέτοια θεωρία δεν είναι οι αρχές της θεωρήσεως του Ηρακλείτου, αλλά οι συνέπειες που απορρέουν από αυτήν. Αν η πάλη συναντάται στην καρδιά κάθε πράγματος, είναι γιατί τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια και την ανάγκη• «ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα, πάντα κατ᾽ έριν και χρεών». Τα πάντα γεννώνται από τον αγώνα αφού υπάρχει μια θεμελιώδης αντίθεση μεταξύ του ενός και του πολλαπλού, μεταξύ της παρουσίας και της απουσίας, μεταξύ του ενιαίου και του διαφέροντος. Άρα η πάλη είναι ο θεσμός του υπαρκτού. Είναι όμως ταυτόχρονα αυτό που διέπει τις γεννήσεις και τις επιστροφές. Είναι όντως αληθές, ότι «εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα». Επομένως, υπάρχει μια πάλη κατά τη διάρκεια της οποίας το πολλαπλό εγκαταλείπει το Ένα για να κατευθυνθεί προς μια αυξανόμενη ποικιλία μορφών, και υπάρχει μια πάλη με την οποία το πολλαπλό επιχειρεί να ανακαλύψει ξανά το αντίθετό του, από το οποίο όμως έχει προέλθει.
Προς παράσταση των σκέψεων του Ηρακλείτου περί της διαρκούς κινήσεως, καταφεύγει ο Ηράκλειτος σε δύο στοιχεία, τα οποία εκφράζουν πράγματι παραστατικότατα τη συνεχή αλλοίωση και μεταβολή, το χρόνο και το πυρ. Ο μεν χρόνος είναι στοιχείο ψυχικό, το δε πυρ είναι στοιχείο φυσικό. Το πυρ υπάρχει στην κίνηση, στην ενέργεια, ο δε χρόνος υφίσταται επίσης στη μεταβολή. Για το λόγο αυτό ο χρόνος παριστάνεται υπό του Ηρακλείτου ως παις παίζων• «αιών παις εστι παίζων πεσσεύων• παιδός η βασιλίη». Στο χρόνο ανήκει το κράτος του κόσμου. Πυρ και χρόνος είναι καθαρές ενέργειες. Αυτό είναι που ενδιαφέρει κυρίως τον Ηράκλειτο και όχι ότι το πυρ ή ο χρόνος εκδηλώνουν πράγματι την ουσία του κόσμου. Βέβαια, σκέπτεται ο Ηράκλειτος και περί του πυρός και περί του χρόνου φιλοσοφικά, θεωρεί δε και το πυρ και το χρόνο ως τα δυό απαραίτητα στοιχεία της ζωής• κατά μία μάλιστα ορισμένη άποψη, τόσον ο χρόνος όσον και το πυρ εκφράζουν την πραγματική ουσία του κόσμου.
Η σκέψη του Ηρακλείτου διατηρεί συνεπώς τον καθαρό φυσιοκρατικό χαρακτήρα, ο οποίος διακρίνει τους προδρόμους του και όλους τους προσωκρατικούς. Η φύση αποτελεί και για τον Ηράκλειτο το κύριο αντικείμενο των σκέψεών του, αν και σ’ αυτό συναντούμε και συνειδητές ηθικές σκέψεις. Ο Ηράκλειτος μέμφεται τους πολλούς διότι ζουν κατά την ατομική τους επιθυμία, ή διότι δεν διοικούνται κατά το γενικό νόμο του νου. Πρέπει να ζουν κατά τις αξιώσεις του κοινού λόγου, «του δέοντος λόγου». Το καθήκον είναι να ακολουθεί κανείς αυτόν τον γενικό νόμο: «δει έπεσθαι τω ξυνώ» τουτέστι τον κοινό λόγο. Ο κοινός αυτός λόγος διέπει τη φύση των όντων, η οποία πάλι εκφράζεται και συνίσταται στην καθαρή ενέργεια, την αδιάκοπη αλλοίωση, το πυρ και το χρόνο. Την καθαρή αυτή ενέργεια και συνεχή αλλοίωση ονομάζει ο Ηράκλειτος αναθυμίαση, ήτοι εξάτμιση. Η εξάτμιση αυτή είναι ο παραστατικός μόνον όρος για την καθαρή ενέργεια, την καθαρή μετάσταση του όντος από τη μια κατάσταση στην άλλη. Είτε όμως από τη ζωή στο θάνατο και τανάπαλιν, είτε από την εγρήγορση στον ύπνο και τανάπαλιν φέρεται το ον, κατά βάθος οι δύο αυτοί δρόμοι είναι ένας.
Ο Ηράκλειτος λέγει, «οδός άνω κάτω μία και ωυτή». Και η οδός που οδηγεί προς τη ζωή και εκείνη που οδηγεί προς το θάνατο είναι μία και η αυτή. Σε μας μόνο, επειδή σκεπτόμαστε χρονικώς, εμφανίζεται ως διπλή και διάφορος. Ένας νόμος κυβερνά και τη ζωή και το θάνατο. Ζωή και θάνατος είναι δύο όψεις ενός και του αυτού όντος. Το σοφό, η αλήθεια των όντων, είναι μια και όχι δυό. Το αρνητικό και το θετικό, τα οποία είναι για μας μέτρα και σταθμά των όντων, είναι μόνον δύο όψεις μιας και της αυτής ουσίας. Το σοφό αυτό επιδέχεται και δεν επιδέχεται την επωνυμία Ζευς• «έν το σοφόν μούνον λέγεσθαι ουκ εθέλει και εθέλει Ζηνός όνομα». Κάτω από την άρνηση και τη θέση, από το θάνατο και τη ζωή, από το φως και το σκότος, από την ειρήνη και τον πόλεμο κρύπτεται η ουσία του κόσμου, κρύπτεται η ύψιστη αρμονία, η οποία και γι’ αυτό ακριβώς είναι αφανής• «αρμονίη αφανής φανερής κρείττων».
Η σύνθεση των αντιθέσεων δεν είναι βέβαια ποτέ ολοκληρωτική η τελειωτική• πάντοτε μετά μια ορισμένη σύνθεση επακολουθεί η διάλυση αυτής, η διάσταση των συντεθέντων στοιχείων. Το μέτρο αυτό, το διέπον τα στοιχεία, η αρμονική αυτή σύνθεση εκφράζει την ουσία του κόσμου και δεν είναι έργο ούτε των θεών ούτε των ανθρώπων, αλλά υπάρχει αφ’ εαυτής και θα είναι στους αιώνες• «κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ᾽ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα». Στο απόσπασμα αυτό ο Λένιν θα βρει μια πολύ καλή έκθεση των αρχών του δια-λεκτικού υλισμού, μια και το σύμπαν δεν δημιουργήθηκε από κανέναν θεό ή άνθρωπο.
Ο ρυθμός του πυρός, ο οποίος είναι και ο ρυθμός του κόσμου και της ζωής, είναι μέτρο απαράβατο της παγκοσμίου ενεργείας. Το πυρ, η ζωή, ανάπτεται και αποσβέννυται με τον αυτό νόμο, με το αυτό μέτρο, το οποίο διέπει ολόκληρο τον κόσμο. Ούτε ο Ήλιος, η ύψιστη αυτή εστία του πυρός και της ζωής, δεν μπορεί να παραβεί ατιμωρητί το μέτρο αυτό ολόκληρης της ζωής• «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα• ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν». Το μέτρο, ο ρυθμός, ο νόμος αυτός, είναι κοινός. Εκ του ενός στοιχείου μεθίσταται η φύση στο άλλο και στη μετάσταση αυτή συνίσταται η ουσία αυτής. Γι’ αυτό η φύση ως τέτοια είναι αόρατη. Υπάρχει μόνον ως ενέργεια και ως εναλλαγή μορφών. Υπό τις δύο αυτές μορφές κρύπτεται η φύση• «φύσις δε κρύπτεσθαι φιλεί». Η ενέργεια αυτή λειτουργούσα κατά τα έμφυτα και αναπόσπαστα αυτής μέτρα, καλείται υπό του Ηρακλείτου ειμαρμένη. Ειμαρμένη ονομάζει ο Ηράκλειτος τον απαράβατο εκείνο νόμο του κόσμου, τον απαρέγκλιτο εκείνον όρο και λόγο, κατά τον οποίο κινείται, ζει και ενεργεί ο κόσμος και τον οποίο ούτε θεοί ούτε άνθρωποι μπορούν να παραβούν ατιμωρητί• «και μέντοι και Δίκη καταλήψεται ψευδών τέκτονας και μάρτυρας».
Ο Ηράκλειτος δεν είναι μόνον φιλόσοφος της φύσεως αλλά και της ψυχής. Αυτό είναι ευνόητο, αφού αισθάνεται ο ίδιος τον εαυτό του ως προσωπικότητα αυτοτελή και ελεύθερη, αφού ελευθερώνει εαυτόν πλήρως από την περιβάλλουσα αυτόν φύση και κοινωνία. Η ατομική όμως ψυχή πρέπει κατά τον Ηράκλειτο να εμβαθύνει εις εαυτήν και να αποβάλλει την ιδιοτροπία της, διότι τότε μόνον κατανοεί και συλλαμβάνει το γενικό λόγο, το νόμο του κόσμου. Ο εσωτερικός λόγος, ο νους, είναι ο ασφαλέστερος οδηγός της ψυχής προς την αλήθεια, ενώ οι αισθήσεις υποτιμώνται από τον Ηράκλειτο, αν και αυτό ισχύει μόνο για τους απαίδευτους, η, όπως λέγει ο Ηράκλειτος, για όσους έχουν βάρβαρες ψυχές. Ο λόγος της ψυχής, η εσωτερική αυτή συνομιλία με τον εαυτό της αυξάνει αφ’ εαυτής, ήτοι αναπτύσσεται κατά νόμους έμφυτους και απαράβατους, συνυφαίνεται δε σε σύστημα λόγων που αποτελούν τη γνώση και την αλήθεια• «ψυχής εστι λόγος εωυτόν αύξων». Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η δύναμη του λόγου και της γνώσεως, να αναπτύσσονται αφ’ εαυτών, ήτοι κατ’ έμφυτους και αδιάσπαστους νόμους. Όσον δε αναπτύσσεται ο λόγος, όσον αναπτύσσεται η λογική συνομιλία της ψυχής με τον εαυτό της, όσο και αν εμβαθύνει η ψυχή στον εαυτό της, δεν θα καταλήξει ποτέ σε οριστικούς λόγους και νόμους η σε οριστική περί αυτής γνώση. Οιανδήποτε δε μέθοδο και αν χρησιμοποιήσει δεν θα φθάσει ποτέ στην πλήρη αυτοκαταληψία. Τόσον δυσχερής είναι η κατανόηση της ουσίας της• «ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο πάσαν επιπορευόμενος οδόν• ούτω βαθύν λόγον έχει».
Παρ’ όλο που ο Λόγος είναι παγκόσμιος, γράφει ο Jean Brun, οι άνθρωποι σκέφτονται και ενεργούν σαν να κατείχαν όλοι έναν ιδιαίτερο λογισμό. Παρόντες είναι απόντες. Δεν ακούν ούτε βλέπουν. Η δυσπιστία τους αφήνει να τους ξεφύγουν τα θεία πραγματα. Ο άνθρωπος είναι διαχωρισμένος από αυτό με το οποίο θα έπρεπε να είναι συνδεδεμένος, όπως ο γάϊδαρος είναι φυσικό να προτιμά το άχυρο απ’ το χρυσάφι. Όμως οι άνθρωποι είναι επίσης συνδεδεμένοι με αυτό από το οποίο είναι διαχωρισμένοι, διότι παρ’ όλο που βρίσκουν παράξενο αυτό που συναντούν κάθε μέρα, είναι στενά δεμένοι με το Λόγο που κυβερνά τον κόσμο.
Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου, ταυτόχρονα βυθισμένου στη λάσπη και έξω από τα νερά του• όσο μακριά κι αν τον φέρει ο δρόμος του δεν θα μπορέσει να φθάσει τα πέρατα της ψυχής, τόσο βαθύς είναι ο Λόγος που κρύβει. Ο άνθρωπος φθάνει λοιπόν σε αυτό που του λείπει δια μέσου αυτού που είναι. Αυτό είναι το όριο στο οποίο οδηγεί ο δρόμος που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά κανείς. Έτσι, το επαναλαμβάνει αδιάκοπα ο Ηράκλειτος μέσα στην αέναη επιστροφή του: «εάν μη έλπηται ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον».
Nickos
Sat, 31/10/2015 - 17:07
Permalink
Ο θάνατος και τα έργα του Ηράκλειτου
Click για περισσότερα
Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II
Ο Ηράκλειτος πέθανε σε ηλικία περίπου 60 ετών. Κατά τον Σουίδα, όταν προσβλήθηκε από υδρωπικία, δεν εμπιστεύθηκε τους γιατρούς που ήθελαν να τον περιθάλψουν, αλλά πασαλείφθηκε ολόκληρος με κοπριά και κάθισε στον Ήλιο για να ξεραθεί• όπως ήταν ξαπλωμένος, όρμησαν σκυλιά και τον κατασπάραξαν. Άλλοι βεβαιώνουν ότι πέθανε κάτω από άμμο. «Ούτος υδρωπιάσας ουκ ενεδίδου τοις ιατροίς ήπερ εβούλοντο θεραπεύειν αυτόν• αλλ’ αυτός βολίτω χρίσας όλον εαυτόν είασε ξηρανθήναι τούτο υπό τω ηλίω, και κείμενον αυτόν κύνες προσελθούσαι διέσπασαν• οι δε άμμω χωσθέντα φασίν αποθανείν».
Ο Ηράκλειτος έγραψε βιβλίο κατ’ άλλους με τίτλο Περί Φύσεως, κατ’ άλλους Αι Μούσαι. Ο πρώτος τίτλος είναι ο πιθανότερος διότι είναι κοινός τίτλος των συγγραμμάτων όλων σχεδόν των προσωκρατικών. Αλλά και ο δεύτερος τίτλος δεν είναι απίθανος, αν λάβουμε υπ’ όψιν την ιδιορρυθμία του φιλοσόφου. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη με περιεχόμενο πολιτικό, θεολογικό και κοσμογονικό. Από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του έργου αυτού είναι αποφθεγματικός. Η δομή και η σύνθεση των αφορισμών του είναι λεπτομερειακά επεξεργασμένη και το ύφος του αινιγματικό. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος για τον οποίο αποκλήθηκε σκοτεινός. Το βιβλίο του ο Ηράκλειτος κατέθεσε ως ανάθημα στο ιερό της Αρτέμιδος στην Έφεσο.
Ένας μαθητής του, ο Ηρόστρατος, θέλοντας να μυηθεί στις διδασκαλίες του σκοτεινού φιλοσόφου, παραβίασε το ιερό της Αρτέμιδος, και διάβασε το έργο του διδασκάλου. Τι σκέφτηκε αυτός ο μεθυσμένος από δόξα άνθρωπος και προέβη στο μεγαλύτερο ανοσιούργημα της ανθρωπότητας, μόνο να εικάσουμε μπορούμε. Πιθανόν, από το ένα μέρος να ήταν απελπισμένος με την ιδέα ότι τα πάντα κυλούν και κάθε ίχνος του περάσματός του επάνω στη γη θα εξαφανίζονταν γρήγορα, αλλά και από το άλλο μέρος μπορεί να φωτίσθηκε από την περί πυρός διδασκαλία του Ηρακλείτου κατά την οποία το πυρ είναι κριτής κάθε πράγματος και θα αγκάλιαζε το σύμπαν σε μια παγκόσμια ανάφλεξη, αποφάσισε, την 21η Ιουλίου του 356 π.Χ., να πυρπολήσει το ναό της Εφέσου, που ήταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, και μαζί με το ναό αναλώθηκε στο πυρ και το βιβλίο του Ηρακλείτου. Οι Εφέσιοι, θέλοντας να λησμονηθεί δια παντός ο Ηρόστρατος, απαγόρευαν επί ποινή θανάτου να προφέρεται το όνομά του. Ήταν ο καλύτερος τρόπος όμως ώστε να μείνει αθάνατο το όνομά του, ενώ το όνομα του αρχιτέκτονα που κατασκεύασε το ναό, στο πέρασμα του χρόνου χάθηκε.
Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς στο έργο του Βίων Πράσις έγραψε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στον Ηράκλειτο και σε έναν έμπορο.
«-Έμπορος: Και συ φίλε γιατί κλαις; Νομίζω πως είναι πολύ προτιμότερο να κουβεντιάσω μαζί σου.
-Ηράκλειτος: Σκέφτομαι, ξένε, πως τα ανθρώπινα πράγματα είναι αξιοθρήνητα και δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι παίγνιο του πεπρωμένου. Αυτός είναι ο λόγος που οικτίρω και συμπονώ τους ανθρώπους. Τα παρόντα πράγματα δεν μου φαίνονται σημαντικά και τα μελλούμενα με καταθλίβουν. Σκέφτομαι την παγκόσμια ανάφλεξη. Θρηνώ για όλα αυτά, θρηνώ για το ότι τίποτα δεν είναι σταθερό και τα πάντα αναμιγνύονται όπως μέσα στον κυκεώνα. Έτσι είναι το ίδιο πράγμα η χαρά και η λύπη, η γνώση και η άγνοια, το μεγάλο και το μικρό, το πάνω και το κάτω που περιφέρονται και εναλλάσσονται με το παιγνίδι του χρόνου.
-Έμπορος: Τι είναι ο χρόνος;
-Ηράκλειτος: Ένα παιδί που παίζει πεσσούς ταιριάζοντας τους και σκορπίζοντάς τους.
-Έμπορος: Τι είναι οι άνθρωποι;
-Ηράκλειτος: Θεοί θνητοί.
-Έμπορος: Και οι Θεοί;
-Ηράκλειτος: Άνθρωποι αθάνατοι.
-Έμπορος: Όμως, για πες μου, μιλάς με αινίγματα ή κάνεις λογογρίφους; Γιατί, όπως ο Λοξίας, δεν εξηγείς τίποτα.
-Ηράκλειτος: Δε με νοιάζει.
-Έμπορος: Τότε κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα σε αγοράσει.
-Ηράκλειτος: Παροτρύνω όλους, τόσο τους αγοραστές, όσο και τους μη αγοραστές, να αρχίσουν να κλαίνε.
-Έμπορος: Αυτή η ασθένεια δεν απέχει πολύ από τη μελαγχολία».