Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II.
Σύμβολο είναι λέξη ελληνική και σημαίνει το συμβεβλημένο, το συναρμολογημένο σημείο εκ του οποίου κάποιος γνωρίζει η συμπεραίνει. Υπό τη στενότερη έννοια της λέξεως, μπορούμε να πούμε ότι σύμβολο είναι το αντιστοιχούν, το ανταποκρινόμενο προς κάτι. Ο Friedrich Creuzer γράφει: «Το σύμβολον περικλείει εν εαυτώ την σχέσιν μεταξύ θεών και ανθρώπου. Αι βασικαί δυνάμεις αι οποίαι εκπροσωπούντο εις τους θεούς, έδρων δια των σημείων τα οποία ο άνθρωπος προσεπάθη να μαντεύση εις σοβαράς στιγμάς της ζωής του. Τα σημεία αυτά δεν ήταν αυθαίρετοι ανθρώπινοι συλλήψεις, όπως διατείνονται οι φιλόλογοι. Κάθε συμβολική δια της οποίας το ιερατείον κατοπτρίζει την ανωτέραν γνώσιν, βασίζεται μάλλον επί της πρωταρχικής σχέσεως μεταξύ θεών και ανθρώπων». Από αυτό αντιλαμβανόμεθα γιατί το σύμβολο ετέθη υψηλότερον όλων των άλλων τρόπων γραφικής εκφράσεως. Η πρωταρχική χριστιανική Εκκλησία, παραλαμβάνει από τα αρχαία μυστήρια τα υψηλότερα σύμβολα, τύπους και λατρευτικές λέξεις, τα ορατά σημεία και τα εχέγγυα της σωτηρίας εκ του αοράτου.
Μια άλλη βασική έννοια που περικλείει η απτή γλώσσα των συμβόλων, είναι ότι χαρακτηρίζονται εκ της συντομίας, δηλαδή της στιγμιαίας παραστατικότητας αυτών. Μια παράπλευρος ενέργεια της συντομίας αυτής, είναι το αφυπνιστικό στοιχείο, το καταπλήσσον και ενίοτε το συγκλονιστικό. Έτσι, το σύμβολο στη λατρεία είναι η μορφή ανταποκρίσεως των νόμων του παντός. Αντιπροσωπεύει την πραγματική παρουσία του Θείου, του υπερβατικού, του νοερού. Στο σύμβολο δεν υπάρχει απλώς μια σημασία, αλλά η πραγματική παρουσία και το νοούμενο του πνευματικού, του αοράτου και του αγίου, και τούτο χωρίς τη μεσολάβηση της διανοίας και της σκέψεως. Έτσι το σύμβολο ευρίσκεται σε απ’ ευθείας σχέση με το πνευματικό περιεχόμενο και το νόμο, τα οποία κρύπτονται στη βάση του, μέσω δε αυτού αγόμεθα στη νόηση αυτών. Το σύμβολο δύναται να αποτελέσει το διάμεσο αφ’ ενός μεταξύ της περιοχής του ανέκφραστου και ακατανόητου και αφ’ ετέρου της συνειδήσεώς μας. Το σύμβολο αποκαλύπτει αμέσως, εν αντιθέσει προς την αλληγορία η οποία προσπαθεί να εκφράσει μια ιδέα η κάτι παρόμοιο κατ’ άλλον τρόπο, συνεπώς συγκαλύπτει.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το σύμβολο αποκτά για μας την αληθή του τάξη και την πραγματική του δύναμη, μόνον κατόπιν βιώματος αυτού. Προ του γεγονότος τούτου, η σημασία του συμβόλου αξιοποιείται καθαρά λογικά δια των εντυπώσεων που προέρχονται εσωτερικά, οι οποίες καθ’ οιονδήποτε τρόπο, π.χ. με τη διδαχή μιας θρησκευτικής κοινότητας, μας προβάλλονται και γίνονται αποδεκτές απλώς δια της λογικής και εναποτίθενται στη μνήμη μας. Μόνο δια του βιώματος του συμβόλου επιτυγχάνεται κάποια ταύτιση μετά του πραγματικού συμβόλου, δηλαδή εκείνου το οποίο ενσαρκώνει το σύμβολο, το οποίο, όχι σπάνια, ευρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την μέχρι τούδε ιδέα που είχαμε περί αυτού. Συνεπώς, κάθε απόπειρα ενασχολήσεως με μια «επιστήμη της συμβολικής» είναι φαντασίωση, εν όσω αυτή δεν βασίζεται ταυτόχρονα επί της πείρας που προέρχεται από το βίωμα του συμβόλου.
Η καθ’ εαυτό συμβολική ευρίσκεται, κατά την αρχαϊκή αντίληψη, διακεχυμένη στο Παν και στον άνθρωπο. Ο καθένας από εμάς, όντως, βλέπων κάποτε ορισμένα σύμβολα, θα δοκίμασε παράδοξο αίσθημα, μολονότι ακριβώς τα ίδια σύμβολα στη διδασκαλία της Εκκλησίας του η κατά τις σπουδές του, ουδένα ρόλο έπαιξαν• σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις πιθανόν ούτε και να τα είχε προσέξει. Ας ενθυμηθούμε τα αρχέτυπα σχήματα τα οποία παρουσιάζονται σε όνειρα και οράματα, και τα οποία σήμερα οι ασχολούμενοι με τον κλάδο της ψυχολογίας, κατατάσσουν στην πρωταρχική βάση η οποία ευρίσκεται εκτός της λογικής και του περιορισμού της μνήμης. Η επικράτεια της συμβολικής κείται βαθύτερα στον άνθρωπο και καταλαμβάνει πολύ σπουδαιότερη περιοχή από όσο συνήθως νομίζεται. Εν προκειμένω, πρέπει να τονισθεί ότι στη Συμβολική δεν ομιλούμε περί αορίστων μυστικοπαθειών, αλλά περί αντιλήψεως σαφούς νομοτέλειας και συναρτήσεως, των οποίων το σύμβολο αποτελεί κατ’ αρχήν και μερικώς την έσχατη αντιληπτή μορφή εκείνου το οποίο ούτε να περιγραφεί ούτε να υπαινιχθεί είναι δυνατόν.
Comments
Nickos
Sun, 01/11/2015 - 19:22
Permalink
Περί Συμβολικής
Click για περισσότερα
Από το βιβλίο του Ν. Καμπάνη, Πορτραίτα Φιλοσόφων και Μεταφυσικές Υποτυπώσεις, τόμ. II.
Σύμβολο είναι λέξη ελληνική και σημαίνει το συμβεβλημένο, το συναρμολογημένο σημείο εκ του οποίου κάποιος γνωρίζει η συμπεραίνει. Υπό τη στενότερη έννοια της λέξεως, μπορούμε να πούμε ότι σύμβολο είναι το αντιστοιχούν, το ανταποκρινόμενο προς κάτι. Ο Friedrich Creuzer γράφει: «Το σύμβολον περικλείει εν εαυτώ την σχέσιν μεταξύ θεών και ανθρώπου. Αι βασικαί δυνάμεις αι οποίαι εκπροσωπούντο εις τους θεούς, έδρων δια των σημείων τα οποία ο άνθρωπος προσεπάθη να μαντεύση εις σοβαράς στιγμάς της ζωής του. Τα σημεία αυτά δεν ήταν αυθαίρετοι ανθρώπινοι συλλήψεις, όπως διατείνονται οι φιλόλογοι. Κάθε συμβολική δια της οποίας το ιερατείον κατοπτρίζει την ανωτέραν γνώσιν, βασίζεται μάλλον επί της πρωταρχικής σχέσεως μεταξύ θεών και ανθρώπων». Από αυτό αντιλαμβανόμεθα γιατί το σύμβολο ετέθη υψηλότερον όλων των άλλων τρόπων γραφικής εκφράσεως. Η πρωταρχική χριστιανική Εκκλησία, παραλαμβάνει από τα αρχαία μυστήρια τα υψηλότερα σύμβολα, τύπους και λατρευτικές λέξεις, τα ορατά σημεία και τα εχέγγυα της σωτηρίας εκ του αοράτου.
Μια άλλη βασική έννοια που περικλείει η απτή γλώσσα των συμβόλων, είναι ότι χαρακτηρίζονται εκ της συντομίας, δηλαδή της στιγμιαίας παραστατικότητας αυτών. Μια παράπλευρος ενέργεια της συντομίας αυτής, είναι το αφυπνιστικό στοιχείο, το καταπλήσσον και ενίοτε το συγκλονιστικό. Έτσι, το σύμβολο στη λατρεία είναι η μορφή ανταποκρίσεως των νόμων του παντός. Αντιπροσωπεύει την πραγματική παρουσία του Θείου, του υπερβατικού, του νοερού. Στο σύμβολο δεν υπάρχει απλώς μια σημασία, αλλά η πραγματική παρουσία και το νοούμενο του πνευματικού, του αοράτου και του αγίου, και τούτο χωρίς τη μεσολάβηση της διανοίας και της σκέψεως. Έτσι το σύμβολο ευρίσκεται σε απ’ ευθείας σχέση με το πνευματικό περιεχόμενο και το νόμο, τα οποία κρύπτονται στη βάση του, μέσω δε αυτού αγόμεθα στη νόηση αυτών. Το σύμβολο δύναται να αποτελέσει το διάμεσο αφ’ ενός μεταξύ της περιοχής του ανέκφραστου και ακατανόητου και αφ’ ετέρου της συνειδήσεώς μας. Το σύμβολο αποκαλύπτει αμέσως, εν αντιθέσει προς την αλληγορία η οποία προσπαθεί να εκφράσει μια ιδέα η κάτι παρόμοιο κατ’ άλλον τρόπο, συνεπώς συγκαλύπτει.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το σύμβολο αποκτά για μας την αληθή του τάξη και την πραγματική του δύναμη, μόνον κατόπιν βιώματος αυτού. Προ του γεγονότος τούτου, η σημασία του συμβόλου αξιοποιείται καθαρά λογικά δια των εντυπώσεων που προέρχονται εσωτερικά, οι οποίες καθ’ οιονδήποτε τρόπο, π.χ. με τη διδαχή μιας θρησκευτικής κοινότητας, μας προβάλλονται και γίνονται αποδεκτές απλώς δια της λογικής και εναποτίθενται στη μνήμη μας. Μόνο δια του βιώματος του συμβόλου επιτυγχάνεται κάποια ταύτιση μετά του πραγματικού συμβόλου, δηλαδή εκείνου το οποίο ενσαρκώνει το σύμβολο, το οποίο, όχι σπάνια, ευρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την μέχρι τούδε ιδέα που είχαμε περί αυτού. Συνεπώς, κάθε απόπειρα ενασχολήσεως με μια «επιστήμη της συμβολικής» είναι φαντασίωση, εν όσω αυτή δεν βασίζεται ταυτόχρονα επί της πείρας που προέρχεται από το βίωμα του συμβόλου.
Η καθ’ εαυτό συμβολική ευρίσκεται, κατά την αρχαϊκή αντίληψη, διακεχυμένη στο Παν και στον άνθρωπο. Ο καθένας από εμάς, όντως, βλέπων κάποτε ορισμένα σύμβολα, θα δοκίμασε παράδοξο αίσθημα, μολονότι ακριβώς τα ίδια σύμβολα στη διδασκαλία της Εκκλησίας του η κατά τις σπουδές του, ουδένα ρόλο έπαιξαν• σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις πιθανόν ούτε και να τα είχε προσέξει. Ας ενθυμηθούμε τα αρχέτυπα σχήματα τα οποία παρουσιάζονται σε όνειρα και οράματα, και τα οποία σήμερα οι ασχολούμενοι με τον κλάδο της ψυχολογίας, κατατάσσουν στην πρωταρχική βάση η οποία ευρίσκεται εκτός της λογικής και του περιορισμού της μνήμης. Η επικράτεια της συμβολικής κείται βαθύτερα στον άνθρωπο και καταλαμβάνει πολύ σπουδαιότερη περιοχή από όσο συνήθως νομίζεται. Εν προκειμένω, πρέπει να τονισθεί ότι στη Συμβολική δεν ομιλούμε περί αορίστων μυστικοπαθειών, αλλά περί αντιλήψεως σαφούς νομοτέλειας και συναρτήσεως, των οποίων το σύμβολο αποτελεί κατ’ αρχήν και μερικώς την έσχατη αντιληπτή μορφή εκείνου το οποίο ούτε να περιγραφεί ούτε να υπαινιχθεί είναι δυνατόν.