Εγκυκλοπαίδεια της Ιστορικής Εξελίξεως της Ενδυμασίας

Ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ περίοδο μέχρι σήμερα, εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὸ ὅτι ὑπάρχουν δύο φάσεις στὴν ἱστορία τοῦ ἐνδύματος. Ὁ πρωτάνθρωπος τῆς παλαιολιθικῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ τελεοάνθρωπος τῆς νεοπαλαιολιθικῆς, δηλαδὴ γενικὰ ὁ παλαιολιθικὸς πρόγονος δὲν μᾶς ἄφησε ἴχνη πραγματικοῦ ἐνδύματος. Νομὰς καὶ τρωγλοδύτης δὲν ἔφθασε στὴ σκέψη τῆς ὑφάνσεως τῶν ἰνῶν. Γυμνὸς βεβαίως κατ’ ἀρχάς, μετέπειτα κατὰ τὴ Μουστιαία βαθμίδα χρησιμοποίησε εὐρύτερα τὴ δορὰ πρὸς κάλυψη τοῦ σώματος. Ἔχουν δὲ βρεθεῖ στοιχειώδη ἐργαλεῖα πρὸς ἐπεξεργασία τῆς δορᾶς ἀλλὰ δὲν ἔχουμε κανένα δεῖγμα γιὰ ὑφαντά. Περὶ τὸ τέλος ὅμως τῆς περιόδου αὐτῆς καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς Μαγδαληναίας βαθμίδας, ἔχουμε βελόνες ὀστέινες μὲ πολὺ λεπτὸ ὀφθαλμό, ἀσφαλῶς γιὰ τὴ δίοδο «ἴνας», ἢ «νήματος». Πράγματι, ἀπὸ τὴ νεολιθικὴ ἐποχή, ἀπὸ μὲν τὴν πρώτη περίοδο, δὲν ἔχουμε ἀποδείξεις, ἀπὸ τὴ δεύτερη ὅμως βρίσκουμε ἀπότομα ὅλα τα στοιχεῖα ὑφαντικῆς καὶ τὸ πρῶτο «ὕφασμα» ἁδρό, ἢ λεπτῆς τέχνης, μετὰ δικτύων κ.λπ. Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν «Λιμναίων Οἰκήσεων» πρὶν ἀπὸ 7 χιλιάδες χρόνια καὶ ἐντεῦθεν, ὁπότε ἀρχίζει καὶ ἡ πραγματικὴ ἱστορία τοῦ ἐνδύματος. Στὴν Ἐγκυκλπαίδεια περιγράφεται ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐνδυμασίας ἀπὸ τὰ πρῶτα εὐρήματα ἐνδύσεως μέχρι καὶ σήμερα, ἀκολουθώντας τὴ διαδρομὴ καὶ τὰ στάδια τῆς ἐξελίξεώς της σὲ ὅλους τους λαούς, ἤτοι Αἰγυπτίους, Ἀσσυρίους, Βαβυλωνίους, ἀρχαίους Ἕλληνες, Σουμερίους, Φοίνικες, Πέρσες, Μήδους, Μικρασιατικοὺς λαούς, λαοὺς ἀρχαϊκῆς περιόδου, Ἀλεξανδρινούς, Ρωμαϊκούς, Χριστιανικοὺς καὶ Βυζαντινοὺς χρόνους, καὶ ἐν γένει τὴν πορεία τοῦ ἐνδύματος μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Στὴν Ἐγκυκλοπαίδεια παρουσιάζονται γιὰ πρώτη φορὰ συγκεντρωτικὰ ὅλα τα ἐνδύματα εἰκονογραφημένα ἀπὸ τὴν stylist Cherryne El Halah.

Ἡ Περὶ Ἐναντιώσεως Πλάτωνος και Ἀριστοτέλους Ἀποκατάστασις

Ἕνα ἐκ τῶν πλέον πολυσυζητηθέντων φιλοσοφικῶν προβλημάτων τὸ ὁποῖον ἀπησχόλησε πλῆθος φιλοσόφων καὶ μελετητῶν, καὶ μάλιστα ἐδίχασεν τὴν φιλοσοφικὴν διανόησιν ὄχι μόνον εἰς τὴν ἀρχαιότητα ἀλλὰ καὶ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, εἶναι ἡ ἐναντίωσις τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους ἀναφορικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς μαθήσεως. Ὁ μὲν Πλάτων ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ μάθησις εἶναι ἀνάμνησις, («ὃ δὴ μάθησιν καλοῦσιν ἄνθρωποι... ἀνάμνησις ὅλον ἐστίν» ) καὶ ὅταν λέγωμεν μάθησιν ἐννοῦμεν τὴν ἐπιστημονικὴν γνῶσιν, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης ἰσχυρίζεται ἀντιθέτως ὅτι «πᾶσα διδασκαλία καὶ πᾶσα μάθησις διανοητικὴ ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως» . Προτοῦ καταγράψωμεν τὰς θέσεις αὐτῶν λεπτομερῶς καὶ ἐκ τοῦ πόθεν πηγάζει ἡ πεποίθησις ἑνὸς ἑκάστου, θὰ πρέπῃ νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι διὰ νὰ ὑπάρχῃ ἀνάμνησις εἶναι ἀναγκαῖον αὐτὴ νὰ συντελῆται διὰ κάποιου ὀργάνου, ὡς ἐπίσης διὰ νὰ ὑπάρχῃ προϋπάρχουσα γνῶσις εἶναι ἀνάγκη κάπου ἡ γνῶσις αὐτὴ νὰ εἶναι καταγεγραμμένη ὥστε νὰ ὑπάρχῃ μνήμη ἢ ἀνάμνησις αὐτῆς. Ὁμοίως, ὅταν λέγωμεν ὅτι μανθάνομεν, ἀντιλαμβανόμεθα μίαν διανοητικὴν διεργασίαν, ἄρα εἶναι φανερὸν ὅτι τόσον ἡ μάθησις, ὅσον καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ ἀνάμνησις ἔχουν τὴν ἕδραν των εἰς κάποιον μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ συνεπῶς ὀφείλομεν πρὸ πάσης ἄλλης διερευνήσεως νὰ ἀπαντήσωμεν εἰς τὰς ἀπορίας αὐτάς, τί εἶναι δηλαδὴ ἡ μνήμη, ἡ ἀνάμνησις καὶ ἡ διανοητικὴ μάθησις, ὁμοίως δὲ νὰ διαπιστώσωμεν ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ὑπάρχῃ κάποια ὁμοιότης ἢ συγγένεια ἐκείνων τῶν μερῶν τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως διὰ τῶν ὁποίων συντελοῦνται αἱ τοιαῦται ἐνέργειαι.

Ἡράκλειτος:Ἀπόσπασμα 15

«εἰ μὴ γὰρ Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργαστ' ἂν· ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν». Ἀπόσπασμα 15. Διότι ἐὰν δὲν ὀργάνωναν πομπὴν διὰ τὸν Διόνυσον καὶ δὲν τραγουδοῦσαν τὸν φαλλικὸν ὕμνον, ὅσα ἔκαναν θὰ ἦταν ἀναιδέστατα. Ἀλλὰ ὁ Ἅδης καὶ ὁ Διόνυσος εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα, ποὺ εἰς τὸ ὄνομά του μαίνονται καὶ βακχεύουν.