Αστρολογία και Φιλοσοφία-Θέση και Αντίθεση

Ο Αριστοτέλης είπε: «Όλοι δεχόμεθα ότι εκείνο περί του οποίου έχουμε επιστημονική γνώση δεν είναι δυνατόν να έχει κατ’ άλλον τρόπον. Εκείνα όμως τα οποία είναι δυνατόν να έχουν κατά διάφορον τρόπον όταν ευρεθούν έξω από το πεδίο της φιλοσοφικής θεωρήσεως, μας διαφεύγουν εάν πράγματι υπάρχουν ή όχι». Τώρα ο τρόπος που τίθεται το πρόβλημα της αρνήσεως της αστρολογίας θα δείξει τόσον τη θέση όσον και την άρνησή της. Αν μεν τίθεται σύμφωνα με την κεκτημένη επιστημονική γνώση τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι δεν είναι δυνατόν να έχει κατ’ άλλον τρόπον άρα κατ’ ανάγκην δεν είναι υπαρκτή.

Αν όμως έχει το πράγμα κατά διάφορον τρόπον, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι ευρίσκεται πέραν του πεδίου της φιλοσοφικής μας θεωρήσεως και θα πρέπει να εξετάσουμε εάν μας διαφεύγουν κάποια πράγματα και ποιά βεβαίως είναι αυτά. Αν αποδειχθεί ότι μας διαφεύγουν τότε αίρεται η πρώτη πρόταση άρα είναι υπαρκτή. Είναι φανερό ότι κάθε επιστημονική γνώση μπορεί να διδαχθεί. Άρα ό,τι υπόκειται σε επιστημονική γνώση είναι δυνατόν να το μάθουμε. Κατά τον Αριστοτέλη κάθε διδασκαλία περί των πραγμάτων προέρχεται από γνώσεις υπάρχουσες εκ των προτέρων. Διότι άλλη μεν γνώση επιτυγχάνεται δια της επαγωγικής μεθόδου άλλη δε δια του συλλογισμού. Και η μεν επαγωγική μέθοδος είναι βασική αφετηρία η οποία οδηγεί στα καθολικά, ο δε συλλογισμός πηγάζει εκ των καθολικών.

«Υπάρχουν επομένως βασικαί αρχαί, εκ των οποίων πηγάζει ο συλλογισμός-το συμπέρασμα, περί τούτων όμως των αρχών δεν έχουμε συλλογισμόν. δι’ αυτάς επομένως τας αρχάς χρησιμοποιούμε την επαγωγική μέθοδο. Η επιστήμη λοιπόν είναι ψυχική διάθεσις αποβλέπουσα εις την απόδειξιν της αληθείας. Όταν δηλαδή παραδεχόμαστε κατά κάποιον τρόπον την αλήθειαν και μας είναι δυνατόν να έχουμε γνώσιν των βασικών αρχών, εν τοιαύτη περιπτώσει έχουμε επιστημονικήν γνώσιν. Διότι εάν δεν προχωρήσουμε πέραν από το συμπέρασμα, τότε κατά τύχην μόνον θα έχουμε την επιστημονικήν γνώσιν».

Τώρα ερχόμαστε πάλι στην αρχική ερώτηση. Αν ευσταθή η απόρριψη της αστρολογίας θα πρέπει να διατυπωθεί ένεκα ποιάς θέσεως εκ των ανωτέρω απορρίπτεται. Ένεκα δηλαδή της επαγωγής ή ένεκα του συλλογισμού. Ας προσπαθήσουμε να σκεφθούμε όπως δεν σκέφτονται όσοι την αρνούνται σαν επιστήμη, ακολουθώντας εκείνη την οδό που είτε σκοπίμως δεν ακολούθησαν, φοβούμενοι την ήττα, είτε αγνοούντες αυτήν, πράγμα που τους αποκλείει από την επιστήμη, ως έχοντας πλημμέλειαν επί του τρόπου που είναι ανάγκη επιστημονικά να σκέπτονται και να αποφαίνονται. Διότι δεν είναι δυνατόν να αρνούμεθα τα μη υπαρκτά αφού είτε εξ’ ορισμού ως μη υπαρκτά δεν μετέχουν κάποιας υποστάσεως, άρα δεν είναι όντα, ώστε να καταστεί ανάγκη να διαφιλονικήσουμε περί αυτών, αλλά αφ’ εαυτών ως μη υπαρκτών δεν υποπίπτουν στην αντίληψη μας και κατά συνέπειαν δεν έχουμε γνώση αυτών ώστε να διατυπώσουμε την άρνηση.

Άρα είναι ανάγκη να αρνούμεθα τα υπαρκτά για κάποιες αιτίες. Συνεπώς κάθε προσπάθεια αρνήσεως των όντων ως μη όντων, είναι ματαιότης και μωρία πνεύματος. Ας δούμε όμως τώρα πρώτα την επαγωγή. Για την απαρχή της επαγωγικής διαδικασίας, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι κάποια γεγονότα λαμβάνουν χώρα είτε στα γήϊνα φυσικά φαινόμενα, είτε στις οργανικές ή ψυχολογικές ή και σωματικές λειτουργίες των εμβίων όντων. Θα πρέπει δε να θεωρήσουμε πως αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, συμβαίνει διότι κάποιες δυνάμεις το προκαλούν ή το εξαναγκάζουν.

Θα πρέπει ακόμα να δεχθούμε ότι οι δυνάμεις αυτές έχουν μία παγκοσμιότητα, μία καθολικότητα και μία γενική παραδοχή, ώστε στηριζόμενοι σ’ αυτές αν αποδείξουμε ότι είναι υπαίτιες των τέτοιων επιδράσεων, θα οδηγηθούμε στην απόδειξη που θέλουμε. Αν όμως αποτύχουμε, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποιες άλλες δυνάμεις για να εξακριβώσουμε με ποιόν τρόπο ασκούν, αν ασκούν, κάποια επίδραση. Δυό δυνάμεις λοιπόν παγκοσμίου μορφής και σημασίας, αναγνωρίσθηκαν ως ασκούσες οικουμενική επίδραση επί της γης. Η ακτινοβολία αφ’ ενός και η βαρύτητα αφ’ ετέρου.

Η πρώτη σαν φως και θερμότητα προκαλεί την εναλλαγή της ενέργειας από τον ένα αστέρα στον άλλο. Η δεύτερη εξασφαλίζει την ευστάθεια του κόσμου, δια της εναρμονίου περιστροφής των σφαιρών. Κατά συνέπειαν δεν φαίνεται ότι η γη απουσιάζει από αυτές τις επιδράσεις, ούτε και είναι αμέτοχη αυτών. Διότι εάν εναρμονίζεται η περιστροφή της ακολουθούσα μία τακτή διαδρομή, μη αποκλείνουσα από εκείνη που διασφαλίζει τη σωτηρία της, αποτρέποντας είτε την δική της σύγκρουση επί των άλλων αστέρων είτε τους άλλους αστέρες να συγκρουσθούν με αυτήν είτε αυτό συμβαίνει ένεκα της αποτρεπτικής δυνάμεως που ασκείται από τους άλλους αστέρες επί της γης είτε από τις αποτρεπτικές δυνάμεις που ασκεί η γη τόσον επί των άλλων αστέρων, ώστε να αποτρέπει την σύμπτωση της πορείας αυτών επί της δικής της, όσον και από τις δυνάμεις που ασκεί επ’ αυτής της ιδίας, ώστε να αποτρέπει τη σύμπτωση της πορείας της επί της πορείας των άλλων αστέρων, τότε λοιπόν αποδεικνύεται ότι δέχεται και ασκεί κάποιου είδους δύναμη επιρροής.

Αναφορικά δε με το φως και τη θερμότητα, δεν είναι επάναγκες να αναπτύξουμε ισχυρότερα επιχειρήματα από αυτά που εμφανώς αναπτύσσουν τα ίδια τα φαινόμενα επί της οργανικής και ανοργάνου ύλης. Αφού λοιπόν αποδείξαμε ότι η γη δέχεται αυτές τις ενέργειες, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι υπάρχει κάποιο όργανο ειδικό, προορισμένο στο να συλλαμβάνει αυτού του είδους τις επιδράσεις. Και αν η γη πράγματι δέχεται σαν σύνολο τις ενέργειες αυτές θα πρέπει λογικά να τις δέχεται και κατά τα μέρη που την απαρτίζουν. Μέρος δε ονομάζω κάθε στοιχείο που την αποτελεί και τη συγκροτεί σε σύνολο, είτε αυτό είναι οργανικό, είτε ανόργανο, είτε έμβιο, είτε μη έχον ζωή, είτε έχον ψυχή έλλογο είτε άλογο, πάντως όμως έχον διάθεση και ψυχική ορμή.

Αφού λοιπόν η γη ως όλον κέκτηται οργάνου που δέχεται τις ενέργειες και την κάνει να υπακούει σ’ αυτές, όπως ασκούνται επ’ αυτής εκ του στερεώματος και ένεκα αυτής της δυνάμεως συμβαίνουν ποικίλα φυσικά φαινόμενα, τότε θα πρέπη και τα μέρη αυτής, ένα δε από αυτά ας πούμε πως είναι το σώμα του ανθρώπου, ένα δε άλλο η ψυχική ορμή αυτού, ένα άλλο η διάθεση αυτού, να υπακούουν με ανάλογο τρόπο στις ενέργειες αυτές. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει κάποιο επί μέρους όργανο, που να δέχεται με όμοιο τρόπο, όπως και περί της γης, τόσον την ακτινοβολία όσον και τη βαρύτητα. αυτό το όργανο είναι το νευρικό σύστημα και ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Και αν το όλον πάσχει από αυτές τις ενέργειες, συμπαρασύροντας στο πάθος αυτό και τα μέρη του, τότε και τα μέρη πάσχουν με όμοιο ή με ανάλογο τρόπο, συμπληρώνοντας έτσι και υποστηρίζοντας τα φαινόμενα ώστε να διατηρείται η τάξη και η αρμονία.

Διότι εάν άλλως συνέβαινε, τότε θα παρατηρείτο μία καταστρατήγηση των μερών ως προς το όλον, με συνέπεια το χάος και την αταξία, ώστε πλέον δεν θα μπορούσαμε να ομιλούμε περί συμπαντικής τάξεως και αρμονίας. Αφού λοιπόν η διάθεση του σώματος και της ψυχής εμφανώς επηρεάζεται από το φως ή το σκότος, από τη θερμότητα ή το ψύχος, από την ξηρότητα ή την υγρασία, τότε σαφώς είτε εκπέμπονται ενέργειες που επηρεάζουν κάποιο σωματικό μηχανισμό και εκείνος με την σειρά του τον ψυχικό, είτε εκπέμπονται ενέργειες που επηρεάζουν κατ’ ευθείαν τον ψυχικό μηχανισμό και εκείνος με την σειρά του τον σωματικό.

Όπως όμως και αν έχει το πράγμα, είναι σαφές ότι κάποια φυσικά φαινόμενα επηρεάζουν το σώμα και από αυτό άμμεσα ή έμμεσα επηρεάζεται και η ψυχή η και αντιστρόφως• αυτά δε τα φυσικά φαινόμενα όπως αποδείχθηκε, υπακούουν στις παγκόσμιες δυνάμεις της ακτινοβολίας και της βαρύτητας, που είναι επενέργεια των άλλων αστέρων επί της γης. Ας δούμε τώρα αν με το συλλογισμό ξεκινώντας από τις αρχές θα καταστεί δυνατή η απόδειξη της ενεργείας των αστέρων επί της γης και στην επ’ αυτής ζωή. Είναι σαφές ότι η αρμονία και η τάξη είναι αποτέλεσμα εκτός των άλλων και της σειράς και της θέσεως και του αριθμού των σωμάτων που την απαρτίζουν, διότι αν αλλάξουμε είτε τη θέση είτε τη σειρά είτε τον αριθμό, τότε όχι μόνον προκαλείται ανισορροπία αλλά διαταράσσεται και χάνεται η γενικότερη αρμονία του σύμπαντος, όπως επί παραδείγματι αν αφαιρέσουμε τον ήλιο από το πλανητικό μας σύστημα ή αν αλλάξουμε το επίπεδο της τροχιάς του μπορούμε εύκολα να φαντασθούμε τα αποτελέσματα.

Αν λοιπόν δεχθούμε ότι ένεκα της διατάξεως των αστέρων εξισορροπούνται οι δυνάμεις που έκαστος αστέρας από τη φύση του ασκεί, είτε επί του εαυτού του είτε επί των άλλων αστέρων και αυτή η διάταξη είναι εκείνη που διατηρεί την ισορροπία και την αρμονία και μέσα στις εξισορροπιτικές δυνάμεις που ασκούνται συγκαταλέγεται και ο πλανήτης μας, άρα δέχεται δυνάμεις τέτοιες ή αλλιώτικες, πάντως αναγκαίες για την κάθε είδους αρμονία και ισορροπία, τότε οι δυνάμεις αυτές σαφώς ενεργώντας επί της γης και επί των επί της γης όντων, προκαλούν ισορροπίες ή ανισορροπίες σύμφωνα με την τάξη και την αρμονία που υπαγορεύουν οι νόμοι της φύσεως. Διότι αν υποθέσουμε ότι ουδεμία επενέργεια ασκείται, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε τη γη σαν ευρισκόμενη εκτός πάσης επιρροής των περιβαλλόντων αυτήν αστέρων, όχι μόνον του ηλιακού μας συστήματος, αλλά και άλλων ομάδων αστέρων. Όμως αυτό απορρίπτεται αφού κατά τον επιστημονικό ορισμό, αποτελεί μέλος του ηλιακού μας συστήματος.

Αν θεωρήσουμε ότι ο άνθρωπος έγινε με το αναλογικό πρότυπο του σύμπαντος, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σύμπαν σε μικρογραφία με όλες τις δυνητικές συμπαντικές λειτουργίες. Αν πράγματι αυτό συμβαίνει τότε το ανθρώπινο σώμα θα είναι ένα αναλογικό πρότυπο του ηλιακού μας συστήματος με συνεπαγωγή όλων των κινήσεων και των παθών αυτού. Αλλά αν συμφωνήσουμε ότι το σώμα αποτελείται από μόρια και από ακόμα μικρότερα σωματίδια, τα άτομα, κάθε δε άτομο δεν είναι παρά ένα μικρό ηλιακό σύστημα, με ένα κεντρικό πυρήνα, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται διάφορα σωματίδια (νετρόνια, ηλεκτρόνια), διαγράφοντας τροχιές κατά μία αρμονία ώστε να διατηρείται η τάξη, τότε που βρίσκεται ο παραλογισμός να δεχθούμε ότι η εικόνα του ανθρώπου ομοιάζει με την εικόνα του σύμπαντος; Και αφού έτσι συμβαίνει, αν υπάρχουν κάποιοι νόμοι που συγκρατούν το σύμπαν σε ένα ενιαίο όλο, ώστε αυτό ούτε να φθείρεται, ούτε να καταστρέφεται, παρά μόνο να μεταβάλλεται, τότε θα είναι φυσικό οι ίδιοι νόμοι αναλογικά να επηρεάζουν και να ρυθμίζουν την κάθε μορφή ζωής. Κατά συνέπειαν είναι λογικό, κατά το πρότυπο της αρμονίας της περιστροφής και της ζωής των ουρανίων σωμάτων, να λειτουργεί με την ίδια αρμονία και το ανθρώπινο σώμα και ολόκληρος ο οργανισμός.

Για να καταστεί αυτό δυνατόν, είναι αναγκαίο να υπάρχουν κάποιες αναλογίες μεταξύ των ουρανίων σωμάτων και των οργάνων του σώματος, αφού ολόκληρος ο κόσμος αποτελείται από αναλογίες, όπως αποδεικνύεται από την επιστήμη των αριθμών, των ποσών, των μεγεθών και των ειδώλων. Έτσι παρακολουθώντας την αρμονία των σφαιρών και μεταφέροντας αυτήν κατ’ αναλογία στην ανθρώπινη υπόσταση προκύπτει αναλογική γνώση των οργανικών, ψυχικών, συναισθηματικών και νοητικών λειτουργιών, σύμφωνα με την τάξη και την αρμονία που προσδίδεται από τη φύση. Κατά την αστρολογία η επιστήμη που ασχολείται με την παρακολούθηση και τη συσχέτιση των μακροκοσμικών και μικροκοσμικών γεγονότων, αναφορικά με την επίδραση των αστρικών διαμορφώσεων του στερεώματος και συνάγει συμπεράσματα επί της βιολογικής συστάσεως του ανθρώπου, επί της ιδιοσυστασίας και επί της ιδιοσυγκρασίας αυτού, επί των παθολογικών και νοσογόνων προδιαθέσεων, καλείται Αστροϊατρική, εκφραζόμενη με τις μελέτες και παρατηρήσεις των συγχρόνων επιστημών της Αστροβιολογίας και Κοσμοβιολογίας.

Αν λοιπόν τώρα η γνώση των νόμων του σύμπαντος, εκτός από την εξωτερική, έχει και μια εσωτερική θεώρηση, πράγμα που συμβαίνει στο κάθε τι αφού όλα έχουν διττή σημασία, όψη και εκδήλωση, τότε εκτός των τροχιών που διαγράφουν οι πλανήτες και εκτός της συστάσεως και των επιδράσεων αυτών δια των δυνάμεων που ασκούνται από αυτούς, έχουν και μία εσωτερική ασώματη ενέργεια, μία ψυχική και πνευματική δράση, διότι κάθε τι που παράγεται από μία δύναμη συνυφίσταται με την αρχή που κατέχει τη δύναμη αυτή, αν δε η δύναμη αυτή είναι το αίτιο που συνιστά τη δημιουργία των ουρανίων σωμάτων και της ψυχής, τότε κατά κάποιον τρόπο γνωστό ή άγνωστο τα ουράνια σώματα έχοντας μία αναλογική σύνδεση μετά της ψυχής θα επιδρούν επ’ αυτής. Οπότε πράγματι η αστρολογία θα πρέπει κατά την εσωτερική της θεώρηση να ωφελεί την ψυχή στην αυτοεπίγνωσή της και στη διαδικασία της εξελίξεώς της. Αν αυτό είναι αληθές τότε καταδεικνύεται η ωφελιμότητα της επιστήμης αυτής και η μεγάλη συμβολή της στη γνώση και στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου.

Αλλά αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε ο σκοπός της ευσπλαχνίας του Δημιουργού, ώστε να μην επαφίεται ο άνθρωπος στην άγνοια αλλά με πλήρη συνείδηση και επίγνωση του πεπρωμένου να βαδίζει το δρόμο της τελειώσεως, είναι εμφανής. «Εν χειρί παντός ανθρώπου κατασφραγίζει, ίνα γνω πας άνθρωπος την εαυτού ασθένειαν», λέγει ο Ιώβ, ενώ ο Σολομών, «μήκος γαρ βίου και έτη ζωής εν τη δεξιά αυτής, εν δε τη αριστερά αυτής πλούτος και δόξα», ο δε Σαμουήλ «και είπεν διατί ο Κύριός μου καταδιώκει ούτως οπίσω του δούλου αυτού; διότι τι έπραξα; ή τι κακόν είναι εν τη χειρί μου;», σημεία τα οποία οφθαλμοφανέστατα καταδεικνύουν ότι στις παλάμες των χεριών είναι αποτυπωμένη η ζωή του ανθρώπου, σε αρμονία με την πνευματική κατάσταση της ψυχής.

Είναι δε γνωστή η αντιστοιχία των πλανητών επί της παλάμης, ώστε δια της καταλλήλου γνώσεως και αναγνώσεως να διευκολύνεται αυτή η πορεία, έως του τελικού προορισμού. Άρα πέραν από του να είναι μία απλή μαντική τέχνη, μας διδάσκει τη γνώση της διαδρομής και των πεπρωμένων της ψυχής, διαδρομή η οποία είναι μεν απλή ως προς το σκοπό, σύνθετη όμως ως προς την επίτευξη του σκοπού. Και ο μεν σκοπός είναι η επιστροφή και η επανένωσή της με την πρωταρχική αιτία, τα μέσα δε είναι εκείνες οι διαδικασίες δια μέσου των οποίων θα φθάσει στο σκοπό, δηλαδή οι δυνάμεις που θα αναπτύξει ώστε να διακόψει τον κύκλο των διηνεκών επαναγεννήσεων. Αυτό προϋποθέτει μία σύνθετη γνώση που αναφέρεται στα στάδια της διαδρομής αυτής. Και αυτά είναι κατά πρώτον η παρούσα ενσάρκωση που περιλαμβάνει την αποπληρωμή μέρους χρεών ως αποτελεσμάτων αιτιών των παρελθόντων ενσαρκώσεων, καθώς και τη δυνητική δημιουργία νέων αιτιών και αποτελεσμάτων, αναγομένων όμως στην ελευθέρα βούληση και εκλογή. Κατά δεύτερον είναι η γνώση της επομένης ενσαρκώσεως και τρίτον η γνώση της συνολικής οφειλής των παρελθόντων ενσαρκώσεων, πράγματα που καταδεικνύονται από την εν γένει πνευματική κατάσταση τόσον της παρούσης όσον και της επομένης ενσαρκώσεως.

Άρα αυτή η γνώση είναι δυνατόν να αναφέρεται στις εμπειρικές παροτρύνσεις οι οποίες συνιστούν τον ψυχισμό και το νοητικό επίπεδο, στη δυνατότητα του ορισμού των ικανοτήτων, των μειονεκτημάτων, των αποστροφών, των έλξεων, των τάσεων, των επιδιώξεων, των ποικίλων σχέσεων και δεσμών με τους ανθρώπους που συμμείγνυται και αλληλοεξαρτάται κατά κάποιον τρόπο η ζωή ενός εκάστου, των αιτιών που συνθέτουν τα ανθρώπινα δράματα, είτε αυτά προσδιορίζονται στα σωματικά και διανοητικά προβλήματα κατά τη γέννηση ή κατά τη διάρκεια της ζωής, στη δυνατότητα της αιτιολογίας των ατομικών και κοινωνικών αντιθέσεων, της αναγκαιότητας των πολέμων, των λιμών, των μεγάλων καταστροφών, των μεγάλων ανακατατάξεων και αναπροσαρμογών, αφού όλα ανατείνουν σε ένα και μοναδικό σκοπό, στην εξέλιξη της ψυχής, στην εξέλιξη των λαών στην εξέλιξη των κόσμων.

Κατά συνέπειαν η επιστήμη αυτή δόθηκε κατ’ ευσπλαχνία από το Δημιουργό προς διευκόλυνση του δύσβατου δρόμου της επιστροφής, αφού με αυτήν γνωρίζουμε τις αιτίες των γεγονότων, και έτσι προετοιμαζόμαστε αναλόγως. Διότι με την πρόγνωση είναι δυνατόν να αποφύγουμε γεγονότα που αναφέρονται στην ελευθερία της βουλήσεως, πράγμα που σημαίνει ότι αποφεύγουμε τη δημιουργία νέων αιτιών και αποτελεσμάτων, ώστε να μην συναυξάνεται η Ειμαρμένη όπως και οι Χαλδαίοι διατείνονται: «Ειμαρμένην οι σοφότεροι των Ελλήνων την φύσιν κατονομάζουσι. μάλλον δε το πλήρωμα των ελλάμψεων, ων η των όντων φύσις εισδέχεται. Εστί δε πρόνοια μεν η άμεσος υπό του Θεού ευεργεσία. Ειμαρμένη δε, η δια της του ειρμού των όντων συμπλοκής και ημετέρα κυβερνώσα. Και υπό πρόνοιαν μεν κείμεθα, όταν νοερώς ενεργώμεν. Υπό ειμαρμένην δε, όταν και σωματικώς. Μη ούν αυξήσης, φησί, την ειμαρμένην σεαυτώ, και υπέρ ταύτην γενού και υπό μόνω Θεώ κυβερνήθητι». Επί των αμεταθέτων γεγονότων μας ενδυναμώνει να τα αντιμετωπίζουμε με σωφροσύνη, υπομονή και καρτερικότητα, ψυχικές ιδιότητες που κάθε άλλο παρά παθητική αποδοχή του μοιραίου είναι, αντίθετα είναι μία δυναμική απάνθισμα σοφίας και αρετής. Όπως καταφαίνεται λοιπόν η αστρολογία έχει βαθύτερη αιτία υπάρξεως και ωφελείας, μακράν απέχουσα από την αποδιδόμενη σ’ αυτήν μαντική ικανότητα. Για να αποκληθεί δε επιστήμη του πνεύματος θα πρέπει πρώτα να διατυπωθεί η δυνατότητα της κατανοήσεως των πνευματικών φαινομένων και δεύτερον να εξετασθεί πως άπτεται, ερμηνεύει ή αιτιολογεί τα φαινόμενα αυτά.

Αν θεωρήσουμε ότι υπάρχουν πράγματα αισθητά και πράγματα υπεραισθητά τότε τα μεν πρώτα μπορούμε να τα αντιληφθούμε με την αίσθηση ενώ τα δεύτερα με τη νόηση εν προκειμένω δε και με τη συμβολική. «Χθες, ω Ασκληπιέ, τον τέλειον αποδέδωκα λόγον. νυν δε αναγκαίον ηγούμαι ακόλουθον εκείνω και τον περί αισθήσεως λόγον διεξελθείν. αίσθησις γαρ και νόησις διαφοράν μεν δοκούσιν έχειν, ότι η μεν υλική εστίν, η δε ουσιώδης. εμοί δε δοκούσιν αμφότεραι ηνώσθαι και μη διαιρείσθαι, εν ανθρώποις λέγω• εν γαρ τοις άλλοις ζώοις η αίσθησις τη φύσει ήνωται, εν δε ανθρώποις [και] η νόησις. νοήσεως ο νους διαφέρει τοσούτον, όσον ο Θεός θειότητος• η μεν γαρ θειότης υπό του θεού γίνεται, η δε νόησις υπό του νου, αδελφή ούσα του λόγου, ή όργανα αλλήλων. ούτε γαρ ο λόγος εκφωνείται χωρίς νοήσεως ούτε η νόησις φαίνεται χωρίς λόγου».

Για να είναι επιστήμη του πνεύματος θα πρέπει να απεικονίζει αναλογικά εκείνο το πρότυπο της δημιουργίας και της εξελίξεως του Κόσμου το οποίον γίνεται αντιληπτόν μόνον δια της νοήσεως. Θα πρέπει ομοίως να απεικονίζει και να περιγράφει τα αίτια της καθόδου και της ανόδου της ψυχής, να διατυπώνει την αιωνιότητα και τη μορφή του κόσμου, την ισότητα της δημιουργίας με το δημιουργό, τι είναι πραγματικό και τι φαινομενικό, το αληθές και το αναληθές, το ρητό και το άρρητο, το απτό και το αναφές, πως και γιατί το πνεύμα του ανθρώπου συνδέεται με το δημιουργό, πως και γιατί εγλωβίζεται το πνεύμα στην ύλη, πως μετέχει ο άνθρωπος στη δημουργία και σε πλείστα παρόμοια ερωτήματα. Ομοίως θα πρέπει να μετέχει της φύσεως των αριθμών και των συμβόλων τα οποία διερμηνεύουν και αποκαλύπτουν την πνευματική δομή του Κόσμου.

Τα δώδεκα ζώδια με τις τριάδες τις τετράδες και τις εξάδες, η αποτύπωση των δώδεκα αριθμών του Πυθαγόρα, των δώδεκα προτροπών του Σμαραγδίνου Πίνακα του Ερμού του Τρισμεγίστου, η σφαίρα, ο κύκλος και το δωδεκάδρο, η άρρην και η θηλεία αρχή, οι εξ ημέρες της δημιουργίας, οι θείοι αριθμοί 6, 12, 24, 144, 180, 216, 360, 720, 900, 1260, 1296 και άλλοι πολλοί που εμπεριέχονται στο ζωδιακό κύκλο και περί των οποίων θα διαλάβωμεν περαιτέρω, με τις βαθιές αντιστοιχίες των αριθμών, των σχημάτων και των συμβόλων που αποτυπώνονται στο ζωδιακό, καταδεικνύουν τη δυνατότητα της κατανοήσεως του Κόσμου και του Δημιουργού και των μεγάλων συμπαντικών νόμων που διέπουν τη φύση και τον άνθρωπο, το πνεύμα και την ψυχή.