Η γλώσσα της Συμβολικής

«Το σύμβολον περικλείει εν εαυτώ την σχέσιν μεταξύ θεών και ανθρώπου. Αι βασικαί δυνάμεις αι οποίαι εκπροσωπούντο εις τους θεούς, έδρων δια των σημείων τα οποία ο άνθρωπος προσεπάθη να μαντεύση εις σοβαράς στιγμάς της ζωής του. Τα σημεία αυτά δεν ήταν αυθαίρετοι ανθρώπινοι συλλήψεις, όπως διατείνονται οι φιλόλογοι. Κάθε Συμβολική δια της οποίας το ιερατείον κατοπτρίζει την ανωτέραν Γνώσιν, βασίζεται μάλλον επί της πρωταρχικής σχέσεως μεταξύ θεών και ανθρώπων».

Από αυτό αντιλαμβανόμεθα γιατί το σύμβολο ετέθη υψηλότερον όλων των άλλων τρόπων γραφικής εκφράσεως. Η πρωταρχική χριστιανική Εκκλησία, από τα αρχαία Μυστήρια παραλαμβάνει τα υψηλότερα σύμβολα, τύπους και λατρευτικές λέξεις, τα ορατά σημεία και τα εχέγγυα της σωτηρίας εκ του αοράτου. Μία άλλη βασική έννοια που περικλείει η απτή γλώσσα των συμβόλων είναι ότι χαρακτηρίζονται εκ της συντομίας, δηλαδή της στιγμιαίας παραστατικότητας αυτών. Μία παράπλευρος ενέργεια της συντομίας αυτής, είναι το αφυπνιστικό στοιχείο, το καταπλήσσον και ενίοτε το συγκλονιστικόν.

Έτσι το σύμβολο στη λατρεία είναι η μορφή ανταποκρίσεως των Νόμων του Παντός. Αντιπροσωπεύει την πραγματική παρουσία του Θείου, του υπερβατικού, του Νοερού. Στο σύμβολο δεν υπάρχει απλώς μία σημασία, αλλά η πραγματική παρουσία και το νοούμενον του πνευματικού, του αοράτου και του αγίου, και τούτο χωρίς τη μεσολάβηση της διανοίας και σκέψεως. Έτσι το σύμβολο ευρίσκεται σε απ’ ευθείας σχέση με το πνευματικό περιεχόμενο και το Νόμο, τα οποία κρύπτονται στη βάση του, μέσω δε αυτού αγόμεθα στη νόηση αυτών. Το σύμβολο δύναται να αποτελέση το διάμεσον αφ’ ενός μεταξύ της περιοχής του ανεκφράστου και ακατανοήτου και αφ’ ετέρου της συνειδήσεώς μας. Το σύμβολο αποκαλύπτει αμέσως, εν αντιθέσει προς την αλληγορίαν, η οποία προσπαθεί να εκφράση μία ιδέα ή κάτι παρόμοιο κατ' άλλον τρόπο, συνεπώς συγκαλύπτει.