Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία

Η Ελλάς, όπως εδημιούργησε τα άλλα στοιχεία του πολιτισμού, πρώτη εδημιούργησε και την αληθή επιστήμην και την φιλοσοφίαν, ερεύνησε δε τα σπουδαιότερα των φιλοσοφικών προβλημάτων και υπετύπωσε τις κυριώτερες των φιλοσοφικών θεωριών, επηρεάζοντας δομικά την παγκόσμιον φιλοσοφικήν διανόησιν, της οποίας ακόμη και σήμερα αποτελεί αδιασειστον βάσιν. Αναμφισβήτητον είναι ότι φέρονται απόπειρες προς ερμηνείαν του κόσμου και του βίου από όλους τους λαούς, χωρίς όμως να καθίσταται εφικτή η εξήγησις αυτών δια μεθόδου αυστηρώς επιστημονικής.

Η Ανατολή, η οποία ούτε τις επί μέρους επιστήμες εδημιούργησε, δεν έχει να επιδείξη συστήματα ακραιφνώς φιλοσοφικά. Η φιλοσοφία των ανατολικών λαών είναι μυθολογία μάλλον και θεοσοφία, όπως αυτή των Σινών, των Περσών, ή των Ιουδαίων. Και η ινδική ολίγα μόνον παρήγαγε γνωσιολογικά και γνησίως φιλοσοφικά διδάγματα. Μόνοι οι Έλληνες, ενωρίς απαλλαγέντες των μυθολογικών παραδόσεων, ανέδειξαν τους σοφούς και αντί της πίστεως είχαν κριτήριον εις την επιστημονικήν έρευναν τον ορθόν λόγον.

Ότι η ελληνική φιλοσοφία δεν πρόηλθε από την Ανατολήν γίνεται πρόδηλον και εκ του ότι ούτε ο Αριστοτέλης, ο οποίος πανταχού αναζητεί τις ιστορικές βάσεις των διαφόρων επιστημών, μνημονεύει ανατολικά φιλοσοφήματα. Αλλά και εάν υποτεθή, ότι οι Έλληνες παρέλαβαν στοιχεία φιλοσοφικά εκ της Ανατολής, ίσχυσε και εδώ το της πλατωνικής «Επινωμίδος»: «Ό,τι περ αν Έλληνες βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται».

Η φιλοσοφία ως έμμονος απόπειρα προς δημιουργίαν ενιαίας περί του κόσμου και του βίου θεωρίας, ικανοποιούσης τις απαιτήσεις του νου και της καρδιάς διήνυσεν εις την Ελλάδα τέσσαρες φάσεις. Κατά την πρώτην φάσιν είναι στενώς συνδεδεμένη προς την αναπτυσσομένην επιστήμην της φύσεως η οποία δια πρώτην φοράν εκδηλούται, αντλούσα εξ αυτής τα ενδιαφέροντά της και οιονεί ταυτιζόμενη προς αυτήν. Από του Ζ΄ μέχρι και του Ε΄ π.Χ. αιώνος οι Έλληνες φιλόσοφοι των ελληνικών αποικιών της Μ. Ασίας και της Κάτω Ιταλίας προσπαθούν να λύσουν το κοσμολογικόν πρόβλημα της ουσίας των όντων και της γενέσεως του κόσμου.

Κατά την δευτέραν φάσιν η φιλοσοφία στρέφεται από του κόσμου προς τον άνθρωπον και προσπαθεί να συλλάβη την έννοιαν του κόσμου εν σχέσει προς τον άνθρωπον και του ανθρώπου εν σχέσει προς τον κόσμον. Χαρακτηριστικόν είναι ότι κέντρον της κατευθύνσεως αυτής της φιλοσοφίας δεν είναι πλέον οι ελληνικές αποικίες, αλλά η Αθήνα μετά τους περσικούς χρόνους. Κατά την τρίτην φάσιν, η οποία αποτελεί άμεσον συνέχειαν της προηγουμένης, μετέχει της φιλοσοφικής κινήσεως ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, όπως αυτός διεμορφώθη μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Η φιλοσοφία ορμάται από του ανθρώπου και καταλήγει εις αυτόν, ως εις κέντρον του σύμπαντος. Είναι η φάσις, κατά την οποίαν σημειούται η μεγαλυτέρα επίδοσις εις τις γνωσιολογικές και ηθικές θεωρίες.

Κατά την τετάρτην, τέλος, φάσιν, την φάσιν της επιστημονικής ειδικεύσεως, του εκλεκτικισμού, του συγκρητισμού και της αναπροσαρμογής παλαιοτέρων φιλοσοφικών συστημάτων, σημειούται κάμψις του ελληνικού πνεύματος.

Διέτριψαν οι Έλληνες επί των σπουδαιοτέρων φιλοσοφικών ζητημάτων. Ώρισαν την φιλοσοφίαν κατά την ευρυτέραν αυτής έννοιαν, εις την οποίαν περιλαμβάνονται όλες οι επί μέρους επιστήμες, ομοίως και κατά την στενοτέραν, κατά την οποίαν ζητεί να ερευνήση τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων και πειράται να δημιουργήση ενιαίαν περί του κόσμου και του βίου θεωρίαν.

Παράλληλα υπετύπωσαν και τις μεθόδους της επιστημονικής ερεύνης και τις πρώτες περί της γνώσεως θεωρίες, όπως εις τα ζητήματα περί του δυνατού και των ορίων της γνώσεως, την δογματικήν θεωρίαν και την σκεπτικήν και την θετικήν και την κριτικήν. Περί της πηγής δε της γνώσεως και του κριτηρίου της αληθείας την ορθολογικήν και την εμπειρικήν. Περί του αντικειμένου της γνώσεως την πραγματολογικήν και την ιδεολογικήν και όσες άλλες φέρονται εις τους νεωτέρους χρόνους.

Η σκεπτική φιλοσοφία αναφαίνεται ήδη εις τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, αναπτύσσεται δε μάλλον και διατυπούται εις τις μεγάλες σκεπτικές σχολές της Ελλάδος, αυτή του Πύρρωνος και την μέσην και την νεωτέραν ακαδημίαν. Της θετικής τις βάσεις κατέβαλαν οι σοφιστές, μάλιστα ο Πρωταγόρας, της κριτικής ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, της ορθολογικής πάλιν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και άλλοι, της δε εμπειρικής οι σοφιστές και οι κυρηναϊκοί και οι επικούρειοι, της ιδεολογίας αρχηγέτης εγένετο ο Πλάτων, η δε κριτική πραγματολογία την αφετηρίαν αυτής έχει από του Δημοκρίτου.

Και οι αξιολογώτερες σχολές των θεωριών περί του κόσμου κατά πρώτον εδημιουργήθησαν εις την Ελλάδα. Πρώτος εισηγητής του δυϊσμού ήταν ο Αναξαγόρας, τον οποίον ηκολούθησαν αργότερα άλλες σχολές, μάλιστα δε η σωκρατική, του δε υλισμού αντιπρόσωποι ήταν οι περί τον Δημόκριτον και τον Επίκουρον, του δε ιδανισμού ο Πλωτίνος κατ’ εξοχήν, ο αντιπρόσωπος της νέας Πλατωνικής σχολής, της δε ταυτιζούσης φιλοσοφίας η στοά. Ο Αναξαγόρας, εισήγαγεν εις την επιστήμην τον δυϊσμόν και τον θεϊσμόν, θεωρία η οποία επρυτάνευσε εις την αρχαίαν ελληνικήν φιλοσοφίαν, ο Ξενοφάνης την πανθεΐαν, την οποίαν αργότερα τελειότερον ανέπτυξεν η στοά, την αθεΐαν οι σοφισταί, μάλιστα δε ο Κριτίας και άλλων σχολών οπαδοί, ιδίως όμως αυτοί των υλιζουσών. Και οι περί της ψυχής δε ως ουσίας θεωρίες είχαν πολλούς θιασώτες, οι οποίοι εφιλοσόφησαν και περί της αθανασίας αυτής, με πρώτους τον Σωκράτην και τον Πλάτωνα. Άλλοι δε υπέλαβον την ψυχήν και ως ενέργειαν, όπως ο Πρωταγόρας και ο Αριστοτέλης, εκ του οποίου ορμάται η θεωρία περί της ψυχής ως εντελεχείας.

Και της φιλοσοφίας δε της κοινωνίας και της πολιτείας και του δικαίου και των ηθών και του καλού και της τέχνης, ακόμη δε της Ιστορίας και όσες άλλες περί του βίου θεωρίες υπάρχουν, τα θεμέλια κατεβλήθησαν εις την Ελλάδα. Διότι οι Έλληνες όχι μόνον τους νόμους τους διέποντας τα φαινόμενα ανεζήτησαν, αλλά και προς τις ιδέες απέβλεψαν και τις αξίες, συμφώνως προς τις οποίες οφείλει να ρυθμίζεται ο βίος, ώρισαν ακόμη και τις ηθικές αρχές και τους κυριωτέρους τύπους των πολιτευμάτων και τα είδη και τους κανόνες και εν γένει ό,τι συντείνει εις την σεμνήν εμφάνισιν της ανθρωπίνης κοινωνίας. Μαρτυρία αυτών είναι τα διδάγματα των σοφιστών και του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και των στωικών και του Θουκυδίδου και του Πολυβίου και άλλων Ελλήνων.

Και όχι μόνον δια τούτο θαυμαστοί είναι οι Έλληνες, ότι τα φιλοσοφικά ζητήματα εξέτασαν και τις αξιολογώτερες θεωρίες εισήγαγαν, άλλα και διότι διετύπωσαν τα φιλοσοφήματα αυτών με τελειότατη γλώσσα, έπλασαν δε εις σαφήνειαν και διαύγειαν ανέφικτους φιλοσοφικούς όρους.

Μεγίστη επίδρασιν ήσκησε η ελληνική φιλοσοφία και επί των άλλων λαών, οι οποίοι όχι μόνον τα φιλοσοφικά διδάγματα εκ της Ελλάδος παρέλαβαν, άλλα και την φιλοσοφικήν γλώσσαν των Ελλήνων είχαν ως πηγήν εκ της οποίας αντλούσαν τα παραδείγματα, σύμφωνα με τα οποία έπλασαν και τους ιδικούς τους όρους, από των αρχαιοτάτων ήδη χρόνων. Τέλος, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι αυτή η οποία διεμόρφωσε εν γένει τον δυτικόν πολιτισμόν εις όλες τις εκφάνσεις αυτού, έως των ημερών μας.